Αθήνα Νυν και Αεί

Αθήνα Νυν και Αεί Facebook Twitter
0

Ο ποιητής Ανακρέων μπήκε στο πλίνθινο σπίτι του στον δήμο Αχαρνών, έκλεισε την πόρτα πίσω του και την ασφάλισε με το μάνταλο. Δωδέκατη μέρα του Ποσειδεώνος, το κρύο τσουχτερό και η άνοιξη ακόμα μακρινή. Έριξε ένα ακόμα κούτσουρο στη φωτιά κι έκατσε πιο κοντά της για να ζεσταθεί. Είχε δώσει άδεια στον δούλο του, να πάει να δει τον αδελφό του που ήταν άρρωστος. «Να είμαστε και λίγο άνθρωποι», μονολόγησε.

«Τον επόμενο μήνα κλείνω τέσσερα χρόνια στην Αθήνα», αναλογίστηκε. Οι περισσότεροι Αθηναίοι τον κοίταζαν με μισό μάτι γιατί ήταν προστατευόμενος του τυράννου Ίππαρχου, γιου του Πεισίστρατου που κατέλυσε την πολύτιμη δημοκρατία τους. «Χεσ' τους. Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι πιστός μόνο απέναντι στην τέχνη του κι εγώ είμαι εκατό τα εκατό αφοσιωμένος στη δική μου», σκέφτηκε αυτάρεσκα.

Άρχισε να μασουλάει ένα αποξηραμένο σύκο. Τα καλύτερα χρόνια του είχαν περάσει, ήταν ήδη πενήντα τριών χρονών. Κάτι τέτοιες κρύες νύχτες σαν κι αυτή, το μυαλό του ταξίδευε στην αγαπημένη πατρίδα του, την Τέω. Θυμήθηκε τον πρώτον του έρωτα, μια μελαμψή δεκαπεντάχρονη συμπατριώτισσα του.

Την έβλεπε μπροστά του σαν να ήταν χθες. Κάτι ρίγησε μέσα του και οι λέξεις άρχισαν να περιστρέφονται στο μυαλό του. Κατέβασε δυο γερές γουλιές από το νερωμένο γλυκό κρασί του κι έπιασε τη γραφίδα:

Εγώ δ' εσόπτρον είην
όπως αεί βλέπης με
εγώ χιτών γενοίμην
όπως αεί φορής με...

......................................................................................

 

Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

Ο Πέτρος ανέβηκε τις κυλιόμενες από τον ηλεκτρικό στο Θησείο. Η μέρα ζεστή αλλά ένα γλυκό αεράκι έσωζε την κατάσταση. Κατευθύνθηκε προς τον πεζόδρομο της Αδριανού, δίπλα στις γραμμές του τρένου. Στο δρόμο κοσμοσυρροή από ηλιοκαμένους τουρίστες και πιτσιρικάδες με περίεργα κουρέματα.

Στον αέρα μύριζε αντηλιακό, καλοκαίρι και τηγανιτά καλαμαράκια –ή μήπως τα τηγανιτά καλαμαράκια μυρίζουν καλοκαίρι; Έκατσε σε μια καφετέρια που ήξερε ότι έφτιαχνε καλό φρέντο, παρήγγειλε και άνοιξε το βιβλίο του. Στο βάθος ο ναός του Ηφαίστου.

Πάντα κουβαλούσε ένα βιβλίο όταν την περίμενε, είχε μάθει ότι τις μισές φορές εκείνη αργούσε χαρακτηριστικά. Προς έκπληξη του σήμερα έκανε μόνο δέκα λεπτά. Δεν μπορούσε να μη θαυμάζει κάθε φορά που την έβλεπε την περήφανη περπατησιά της και την ελαφρώς τριγωνική, καλοσχηματισμένη πλάτη της, προίκα από τα νιάτα της που έκανε ενόργανη.

Φιληθήκανε και πιάσανε κουβέντα:

«Τι λες να πάμε μονοήμερη αύριο στο Ναύπλιο», είπε εκείνη.

«Αφού το ξέρεις βρε Κική, τις Κυριακές τρώω με τη μάνα μου.»


Η Κική άρχισε να φορτώνει.

«Δε θα πάθει και τίποτα να μείνει μια μέρα μόνη της.»

«Απ' όταν πέθανε ο πατέρας μου, πώς και πώς περιμένει τις Κυριακές.»

«Ώρες, ώρες νομίζω ότι την αγαπάς πιο πολύ από εμένα.»

«Την αγαπάω διαφορετικά», απάντησε κάπως θιγμένος.

«Άσε μας ρε Πέτρο.»

«Να σου διαβάσω κάτι;»

«Χέσε μας ρε Πέτρο, εσύ κι οι μαλακίες σου!»

«Σε παρακαλώ.»

«Άντε διάβασε.»

Καθρέφτης σου να ήμουνα, εμένα να κοιτούσες,
χιτώνας να γινόμουνα, πάντα να με φορούσες.
Νεράκι για να έτρεχα, το δέρμα σου να πλύνω
και μύρο για να μ'αλειφτείς, θα μπόραγα να γίνω.
Στηθόδεσμος στο στήθος σου, στολίδι στο κεφάλι,
τα πόδια σου να με πατούν, ας ήμουν και σανδάλι.

"Ανακρέων"


Το πρόσωπο της γαλήνεψε.

«Με κάτι τέτοια με ρίχνεις βρε κερατά!»


Έπιασε με τον δείκτη του μια τούφα απ' τα καστανά μαλλιά που είχε πέσει μπροστά απ' το πρόσωπο της και το έφερε πίσω απ' το αυτί της.

«Να σε κάνω ένα φιλάκι;»


Εκείνη έγνεψε καταφατικά.

(Σημείωση: η μετάφραση του ποιήματος του Ανακρέοντος είναι από την Παλατινή Ανθολογία του Ι.Ν. Κυριαζή.)

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ