Ταριχευμένη ζωή

Ταριχευμένη ζωή Facebook Twitter
0

Στο κεντρικό καφέ μπαρ εμφανιζόταν τακτικά με ένα διαφορετικό πολύχρωμο φουλάρι στο κεφάλι κάθε φορά. Πίστευε ότι κινδύνευε να αρπάξει κάποιο κρυολόγημα από το ακάλυπτο κεφάλι της το χειμώνα. Καλοκαίρι φορούσε ένα μαντήλι και ένα πλατύγυρο καπέλο για να μην τη βλέπει καθόλου ο ήλιος. Το πρόσωπό της κατάλευκο. Ωστόσο σε ορισμένα σημεία διέκρινες μια όψιμη ακμή που εμφανίζουν μερικοί ενήλικοι. Ήταν θα έλεγε κανείς κάπως άχαρα στρουμπουλή, με ένα κακοσχηματισμένο σώμα.

Ντυνόταν ευφάνταστα, με παρδαλά και κάπως αταίριαστα μεταξύ τους ρούχα και επίσης καθόλου συμβατά με την ηλικία της. Κολάν και από πάνω κοντή τούλινη φούστα, μπλουζάκια με ντεκολτέ και μποτάκια ή πλατφόρμες, ροζ παντελόνι με κολλητό μπλουζάκι στο ίδιο χρώμα. Όλοι γύριζαν να περιεργαστούν το ντύσιμό της και μετά έβλεπες ότι το σχολίαζαν επιτιμητικά. Το διάβα της, το συνόδευαν ψίθυροι και περίεργα κοιτάγματα. Δεν πέρναγε απαρατήρητη. Έτσι την πρόσεξα και εγώ στο καφέ, που συχνάζω κάπου κάπου.


Ερχόταν πότε μόνη, πότε συνοδευμένη και με παρέα, άντρα ή γυναίκα κάθε φορά και διαφορετικό πρόσωπο. Δεν είχε σύντροφο, εραστή. Φαινόταν, πώς να το πω, κάπως στεγνή, νευρική, αγχωτική, πράγμα, που κατά τη δική μου θεώρηση, δήλωνε έλλειψη συντρόφου. Όταν την έβλεπα στην καφετέρια φρόντιζα να κάθομαι κοντά στο τραπέζι της, μιας και μ' αρέσει, το ομολογώ, να περιεργάζομαι διακριτικά τους ανθρώπους, την κίνησή τους, τον τρόπο που μιλούν και πολλές φορές να ακούω τις ιστορίες που διηγούνται. Συχνά μαντεύω τις σκέψεις των άλλων, μπορεί να είναι το ένστικτο ή και η βαθειά γνώση των ανθρώπων πια μέσα στα χρόνια, αν μπορεί ποτέ κάποιος να πει ότι γνωρίζει τους ανθρώπους. Με πένα κάποτε ζωγράφιζα σε φυτολόγια, τώρα με αυτή την πένα προσπαθώ να σκιαγραφήσω τα πρόσωπα, που κεντρίζουν το ενδιαφέρον μου.

Πάντα λαθρακουστής, λοιπόν, την άκουγα να μιλά για τα ταξίδια της στον κόσμο. Άλλοτε στο Βερολίνο, άλλοτε στο Παρίσι, στο Μεξικό, στην Αφρική, στο Μαρόκο, στην Κένυα, στην Αίγυπτο, στην Κίνα, στον Καναδά. Ήταν πολυταξιδεμένη! Της άρεσε πολύ να μιλά, μιλούσε ασταμάτητα. Θαρρείς ότι δε θα ξανάνοιγε καθόλου το στόμα της για το υπόλοιπο Σαββατοκύριακο.


Κλέβω τις στιγμές και τις εκφράσεις, μα πιο πολύ αφουγκράζομαι τις θερμοκρασίες και τις δονήσεις.


Πάντα λαθρακουστής, λοιπόν, την άκουγα να μιλά για τα ταξίδια της στον κόσμο. Άλλοτε στο Βερολίνο, άλλοτε στο Παρίσι, στο Μεξικό, στην Αφρική, στο Μαρόκο, στην Κένυα, στην Αίγυπτο, στην Κίνα, στον Καναδά. Ήταν πολυταξιδεμένη! Της άρεσε πολύ να μιλά, μιλούσε ασταμάτητα. Θαρρείς ότι δε θα ξανάνοιγε καθόλου το στόμα της για το υπόλοιπο Σαββατοκύριακο.


Κάθε Σάββατο την εύρισκα στο ίδιο μέρος. Το μεσημέρι άρχιζε με καφέ στο ίδιο πάντα μαγαζί και μετά συνέχιζε για φαγητό με κρασάκι. Γύρω στις έξι πια έφευγε και νομίζω ότι εκεί τελείωνε η έξοδος του Σαββατοκύριακου. Μετά έβγαινε ξανά από το σπίτι της το πρωί της Δευτέρας. Ήταν συνταξιούχος, μοναχική με αυστηρό πρόγραμμα και πολλές φοβίες. Τις καθημερινές έβγαινε το πρωί και επέστρεφε νωρίς το απόγευμα στο σπίτι. Μετά, τα καθιερωμένα και νωρίς στο κρεβάτι με την τηλεόραση για παρέα. Την άκουγα να λέει ιστορίες εγκλημάτων, που προφανώς πληροφορούνταν από την τηλεόραση και τις μεγέθυνε στις φίλες της. «Επιτέθηκαν σε κάτι γνωστές μου, που πήγαιναν να παρακολουθήσουν κάποια παράσταση στο Εθνικό. Να φανταστείς δεν τους ένοιαζε, που συνοδεύονταν από τους άντρες τους. Το μόνο που ήθελαν ήταν να τους πάρουν τις τσάντες και τα κινητά. Εννοείται ότι κανείς δεν αντέδρασε. Ακόμα και οι άντρες φοβούνται.

Πάει η εποχή που πηγαίναμε μόνες μας θέατρο. Το βράδυ στο κέντρο της Αθήνας έχει γίνει απαγορευτικό!». Οι συνομιλήτριές της, περίπου στην ίδια ηλικία, συνήθως συμφωνούσαν μαζί της.
Παλιότερα ερχόταν με έναν μεγάλο σκύλο με μακριά πόδια και χαριτωμένο μουσούδι. Και σε αυτόν είχε φορέσει ένα παρδαλό φουλάρι στο λαιμό. Ήταν ένα όμορφο ζώο, που πάντα χάιδευα καθώς ο χώρος, στον οποίο συχνάζω, επιτρέπει ζώα. Έτσι σιγά σιγά αρχίσαμε να μιλάμε, όχι πολλά, ένα καλησπέρα, κανένα νεύμα, άντε και κανένα σχόλιο αν ήμουν κοντά και ήταν φανερό ότι άκουγα αυτό που έλεγε.


Ήταν μια αξιοπρόσεκτη φιγούρα με κατακόκκινα χείλια. Μια χοντρή μαριονέτα που κινούνταν άκομψα, είχε όμως καλοσύνη, έμοιαζε προσηνής και ευπροσήγορη. Καλός και εμφανώς μοναχικός άνθρωπος. Την είχα συναντήσει και στο δρόμο, να ακούει στο ραδιοφωνάκι της μουσική, σε χαμηλή ένταση ρυθμισμένο, έτσι που να την ακούν ευχάριστα και οι περαστικοί. Δεν επέλεγε ακουστικά, ήθελε να την ακούν, να τη βλέπουν, να υπάρχει.


Στο δρόμο την είχα συναντήσει και με τον σκύλο της που τον έλεγε Γκάγκστερ.


Στο καφέ, είχε κάθε φορά και μιαν άλλη συντροφιά και πάντα εμφανιζόταν σε πολυσύχναστα μέρη με πολλούς ανθρώπους. Όταν ερχόταν μόνη της, περιμένοντας την παρέα της, δίπλωνε και ξεδίπλωνε αμήχανα το κορδόνι από το πρεσβυωπικά γυαλιά, σηκώνοντας πάντα τα φρύδια της, οπότε παρατηρούσες ένα μάλλον κωμικό πρόσωπο γεμάτο απορία.


Ήταν ευχάριστη, αλλά παρ' όλη την προσπάθειά της να ξεχωρίσει είχε ένα σκοτάδι στο βλέμμα της. Φαίνεται να μην είχε περάσει και λίγα!


Άκουγα να λέει μια φορά για τον καρκίνο που αντιμετώπισε, για τις χημειοθεραπείες που είχε κάνει, για τις δυσκολίες που πέρασε. Ίσως η εμμονή με το μαντήλι στο κεφάλι να ήταν συνέπεια των χημειοθεραπειών.


Περίμενα να τη συναντήσω χωρίς να το ξέρει κάθε Σάββατο. Σε εκείνο το τραπεζάκι στη γωνία, δίπλα στο παράθυρο. Είχε πάντα τον σκύλο μαζί της, παρέα σιωπηλή, αλλά ουσιαστική. Έκανε όμως κανένα μήνα να φανεί και ανησύχησα.


Έκανα σκέψεις με το μυαλό μου, ότι είχε αρρωστήσει με αυτές τις συνηθισμένες ιώσεις, ότι έπεσε σε κατάθλιψη, ότι πήγε ταξίδι. Τα σκέφτηκα όλα και στο μεταξύ καθόμουν εγώ στο παράθυρο, κοντά στη θέση της και έγραφα τις σκέψεις μου, όσο δεν την έβλεπα.


Μετά από περίπου ενάμιση μήνα εμφανίστηκε! Ίδια και απαράλλακτη, πιο φωτεινή όμως, πιο ευτυχισμένη.


Μαζί της είχε το σκύλο της και μιλούσε στο τηλέφωνο.


Μιλούσε για ένα παιδί. Σκέφτηκα ότι θα υιοθέτησε μόνη της ένα παιδί. Τι ευτυχία θα ήταν αυτό; Φαίνεται θα το ήθελε πολύ. Να ήταν τελικά παντρεμένη; Μα τι σημασία θα είχε αυτό; Καθώς μιλούσε ασταμάτητα στο τηλέφωνο, με εκείνα τα κατακόκκινα χείλη και κάνοντας εκφραστικές χειρονομίες με τα δάκτυλά της, με τα κατακόκκινα νύχια, πρόσεξα ότι το σκυλί δίπλα της υπήρχε μεν, δεν κινούνταν όμως καθόλου. Το κοίταξα καλύτερα και είδα το σώμα του άκαμπτο και με έκφραση παγωμένη. Ήταν ο σκύλος της σε άγαλμα; Είναι δυνατόν; Τόσο ίδιος; Μα όχι! Αυτός είχε τρίχωμα και ήταν τοποθετημένος πάνω σε τροχήλατη βάση την οποία έσερνε με το λουρί του.


« Ναι, το παιδί είναι καλά! Εδώ είμαστε μαζί για καφέ και φαγητό.»


Τρελάθηκα! Βλέπει το σκύλο για παιδί της, σκέφτηκα, και τώρα που αυτός μάλλον έχει πεθάνει δε μπορεί να το δεχτεί με τίποτα. Ντύθηκε με όλα τα στολίδια της και βγήκε να περηφανευτεί για το νεκρό της σκύλο, ότι αυτή τον έκανε αθάνατο, όπως ίσως ελπίζει να δει και τον εαυτό της. Τον ταρίχευσε! Απίστευτο! Τι εγωισμός! Και γιατί δεν έπαιρνε ένα άλλο ζωάκι, να προσφέρει αγάπη και ασφάλεια και σε άλλα ζωντανά; Τι φιλοζωία είναι αυτή; Αυτή έναν σκύλο αγάπησε!


Φαντάζομαι κοντά στα τόσα επικριτικά σχόλια πόσα θα άκουσε και για αυτήν την κίνησή της!


Είχα έναν γνωστό κάποτε που ήταν κυνηγός και όλα του τα θηράματα τα βαλσάμωνε και τα στόλιζε πάνω από το τζάκι. Ετούτη εδώ, το «θήραμά» της το περιφέρει μαζί της. Είναι ο σύντροφός της, η ασφάλειά της. Ίσως να μην έχει το σθένος να αναπτύξει σχέση με άλλο ζώο, να μην έχει απόθεμα για να επενδύσει σε άλλο σκυλί.


Αναρωτιέμαι τι προσπαθεί να αποδείξει κατ' αρχάς στον εαυτό της; Η μούμια που σέρνει μαζί της νομίζει ότι είναι ο σκύλος της; Μπορεί με τα ψέματα να χτίσει μια ουτοπία και να τη ζει σαν πραγματικότητα; Δεν είναι η μόνη! Άλλη σέρνει δίπλα της έναν μουμιοποιημένο σύζυγο ή μια μουμιοποιημένη οικογενειακή ευτυχία με μουμιοποιημένα παιδιά, που την θυμούνται μόνο όταν έχουν κάτι να ζητήσουν. Και εκείνη επιμένει! «Θα έρθει ο Πέτρος το απόγευμα, πρέπει να του έχω μαγειρέψει!», «Καίτη μου σε κλείνω τώρα, έχει περάσει η Όλγα για λίγο να τη δω γιατί θα φύγει αμέσως και σε ξανακαλώ μετά!» Της έκανε την τιμή η κορούλα της, που την έχει εντελώς ξεχασμένη να περάσει ποιος ξέρει για ποιο λόγο και πρόθυμα εκείνη κλείνει το τηλέφωνο για να κλέψει λίγη ψεύτικη ευτυχία.


Την έβλεπα εκεί δίπλα να χαϊδεύει το ακίνητο κεφάλι του σκύλου της και ήταν σα να έβλεπα ταινία θρίλερ. Μίλαγε στο τηλέφωνο και καμία συντροφιά δεν είχε στο τραπέζι. Ήπιε καφέ, μετά έφαγε κάτι ελαφρύ πίνοντας ένα ποτήρι κρασί. Όλα ίδια, μόνο που αυτή τη φορά, ο Γκάγκστερ δε της ζητιάνεψε λίγο απ' το φαγητό της, έμεινε ακούνητος, να τη κοιτά ανέκφραστος. Μετά τον πήρε και έφυγε.


Καθώς έφευγε της ένευσα και εκείνη σε εμένα και ένιωσα μεγάλη λύπη, σπαραγμό για μια δυστυχισμένη γυναίκα, αφοπλισμένη, με μοναδικό φύλακά της έναν ταριχευμένο σκύλο, τον Γκάγκστερ.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ