Γιατί (σ)τα Λατινικά;

Γιατί (σ)τα Λατινικά; Facebook Twitter
Xειρόγραφο του 15ου αιώνα του De rerum natura του Λουκρητίου
0

Ο μάλλον αινιγματικός υπότιτλος του παρόντος κειμένου δεν είναι παρά μια αναφορά σε τρία από τα σπουδαιότερα έργα της γραφής από την αυγή του πολιτισμού, τα οποία απλώς έτυχε να γραφτούν στα Λατινικά. Απλώς έτυχε; Ίσως όχι. Είναι γνήσιοι και θαυμαστοί καρποί της Ρώμης στην πιο καλή της ώρα.

Έργα ποιητών οι οποίοι, σαν (καλοί;) μαθητές του Καλλίμαχου, δέχθηκαν ότι ζουν σε χρόνους επιγόνων που δεν θα τελειώσουν ποτέ, και μπόρεσαν έτσι να «μεταβολίσουν» το κοίτασμα της κατεκτημένης εποχής των Ελλήνων. Ωστόσο, πρέπει να σκεφτεί κανείς καλά και να μετρήσει ότι ο Βιργίλιος, ο Οβίδιος και ο Λουκρήτιος, όπως και κάμποσοι άλλοι Λατίνοι, δεν είναι μόνο πατέρες της νεωτερικότητας, που φώτισαν την Αναγέννηση με το φως της Ελληνικής αρχαιότητας –είναι νεωτερικοί οι ίδιοι. Μπορούν να λέγονται μοντέρνοι στο διηνεκές, και σε αυτό το σκαλί λίγοι πάτησαν ποτέ στα γεμάτα.

Γιατί τα λέω όλα αυτά; Ενδεχομένως κάποιος, λαμβάνοντας υπόψη το κλίμα της εποχής (με τη μάλλον στενή έννοια), θα μπορούσε να σκεφτεί πως απώτερος στόχος μου είναι να μιλήσω τώρα για την πιθανή κατάργηση των Λατινικών από το ελληνικό σχολείο. Πόσο είναι λανθασμένο το μέτρο κλπ. Ίσως αυτό να είναι το συμπέρασμα που θα προκύψει, αλλά πάλι, ας μην προτρέχει κανείς.

Με την ίδια ακριβώς ενδελέχεια που η φυσική μελετά τα (μικρο- και μακρο-) κοσμικά φαινόμενα, και η βιολογία και η ιατρική μελετούν τους ζωντανούς οργανισμούς, οι αρχαιογνωστικές σπουδές φροντίζουν να χαρτογραφούν την εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος. Αν το ανθρώπινο πνεύμα μπορεί να θεωρηθεί κάτι ζωντανό και συνεχώς ανανεούμενο, τότε και οι αρχαιογνωστικές σπουδές ανήκουν –κατά τούτο– στη χορεία της επιστήμης.

Τα Λατινικά, όπως και τα αρχαία Ελληνικά (τα οποία είναι η δουλειά μου –εργάζομαι στο ΕΚΠΑ ως ερευνητής στον Τομέα Κλασικής Φιλολογίας), δεν είναι επιστήμη. Η παραπάνω πρόταση έχει γίνει κατά καιρούς αιτία να διαφωνήσω, και σε ακραίο βαθμό, με καλούς φίλους από τον χώρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η καλή μου φίλη η Σοφία. Επίκουρη καθηγήτρια αρχαίας ιστορίας στο ΕΚΠΑ και σοφός νους, η Σοφία. «Δεν είναι επιστήμη η κλασική φιλολογία. Ούτε η αρχαία ιστορία. Δεν υπάρχει πείραμα. Δεν υπάρχει απόδειξη. Δεν υπάρχει επαλήθευση. Μια φράση στον Θουκυδίδη ή μια επιγραφή (αν και συνήθως αυτή σαφέστατα λιγότερο) μπορεί να έχουν τόσες αναγνώσεις όσοι και οι μελετητές τους. Επίσης, η επιστήμη μελετά κάτι ζωντανό και συνεχώς ανανεούμενο, το παρόν και το μέλλον. Εμείς μελετάμε πάντα το παρελθόν», της λέω. «Δεν είμαστε με τα καλά μας», μου απαντά, κι αυτό ήταν μόνο η αρχή.

Είπαμε πολλά, και στο τέλος, όπως πάντα, βρήκαμε κοινό έδαφος. Εγώ (παρα)δέχθηκα ότι είμαι ένας θεωρητικός με απωθημένα (και προκαταλήψεις) θετικού επιστήμονα, και η Σοφία (παρα)δέχθηκε ότι οι αρχαιογνωστικές σπουδές μπορούν να λέγονται επιστήμες μόνον ιδωμένες μέσα από ένα συγκεκριμένο –πολύτιμο– πρίσμα. Οι αρχαιογνωστικές σπουδές, η κλασική φιλολογία, η αρχαία ιστορία, αλλά και η ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία ή η ανθρωπολογία που εστιάζει στο παρελθόν, μελετούν την εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος, και μάλιστα με πολύ αυστηρά εργαλεία και σχήματα. Δεν διαθέτουν ασφαλώς τη βαρύτητα του πειράματος, ούτε την αξία της επαλήθευσης, αλλά διαθέτουν μέθοδο σαφή και αποδοτική, και προσφέρουν αποτελέσματα που τροφοδοτούν απαράμιλλα τη σκέψη.

Με την ίδια ακριβώς ενδελέχεια που η φυσική μελετά τα (μικρο- και μακρο-) κοσμικά φαινόμενα, και η βιολογία και η ιατρική μελετούν τους ζωντανούς οργανισμούς, οι αρχαιογνωστικές σπουδές φροντίζουν να χαρτογραφούν την εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος. Αν το ανθρώπινο πνεύμα μπορεί να θεωρηθεί κάτι ζωντανό και συνεχώς ανανεούμενο, τότε και οι αρχαιογνωστικές σπουδές ανήκουν –κατά τούτο– στη χορεία της επιστήμης.

Πέρα από όλα αυτά, στις ανθρωπιστικές σπουδές υπάρχει πολύ έντονα και μια σπουδαία πτυχή, η οποία στο μυαλό των περισσοτέρων είναι (ίσως όχι άδικα) σχεδόν συνυφασμένη με τις θετικές επιστήμες και τις καθαρά πρακτικές ενασχολήσεις: την επίλυση προβλημάτων, δηλαδή το problem-solving. Ειδικότερα, ο μελετητής που μπορεί να πλοηγηθεί με επιτυχία και αποδοτικά στους γραμματικούς, συντακτικούς, πραγματολογικούς, ιστορικούς, και αφηγηματικούς μαιάνδρους του Ηροδότου, ή του Τάκιτου, στους τόσο πυκνούς άξονες λόγου της Ιλιάδας ή στην ελλειπτική «άρθρωση» της αποδιδόμενης στον Λυκόφρονα Αλεξάνδρας, μπορεί δικαίως να υπερηφανεύεται ότι είναι καλά ασκημένος στο problem-solving.

Το να δαμάσει κανείς στο πρωτότυπο ένα σπουδαίο κείμενο γραμμένο στα αρχαία Ελληνικά ή στα Λατινικά, έναν Ολυμπιόνικο του Πινδάρου, ή μια ωδή του Ορατίου, σημαίνει πως είναι πάντα έτοιμος να λύνει γρίφους και προβλήματα. Κάθε λεπτό. Το έδαφος που συνιστούν αυτά τα έργα, όπως άλλωστε και οι επιγραφές ή οι πάπυροι, είναι (κληροδοτημένα) αενάως κινούμενη άμμος. Υπάρχουν δεκάδες σημεία για τα οποία ενδεχομένως δεν θα είμαστε ποτέ σίγουροι, και το κριτικό μας πνεύμα πρέπει να είναι αδιάλειπτα σε επιφυλακή, αν μη τι άλλο για να ακούσουμε τον εαυτό μας να κάνει το λάθος.

Κλείνοντας εδώ, θέλω να πω ότι αν όσοι διαβάσουν τούτο το κείμενο πεισθούν (ή προβληματισθούν ουσιαστικά) για το ότι τα αρχαία Ελληνικά, τα Λατινικά, η αρχαία ιστορία κλπ., είναι όντως μια περιοχή της επιστήμης, η οποία ενδιαθέτει, απαιτεί και προωθεί την τεχνική του problem-solving στην πιο άρτια μορφή της, πέτυχα τον στόχο μου. Οι αρχαιογνωστικές σπουδές δεν μπορούν βέβαια να συνδεθούν με την αγορά εργασίας με τον τρόπο που μπορεί π.χ. η βιολογία ή η πληροφορική. Και είναι τούτο καλώς καμωμένο. Γιατί δεν είναι ο ρόλος τους να αποτελούν κομμάτι μιας τέτοιας (δια)σύνδεσης (η οποία μάλιστα πλασάρεται συνήθως με την ετικέτα μιας πολύ κακώς νοούμενης προώθησης ενός συνονθυλεύματος «πολιτισμού»).

Αυτό όμως δεν αλλοιώνει την ουσία τους. Δεν τις κάνεις λιγότερο επιστημονικά διαρθρωμένες, ή χρήσιμες στην εκμάθηση της επίλυσης προβλημάτων. Και για να πω κάτι και για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, καταργώντας κανείς τη διδασκαλία των Λατινικών (στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση), εν τέλει αποδιαρθρώνει τη διδασκαλία ενός επιστημονικού (υπο)τομέα, ο οποίας συνεισφέρει σημαντικά στη μελέτη της εξέλιξης του ανθρώπινου πνεύματος, όντας μάλιστα και λαμπρό πεδίο δόξης στην εκμάθηση της επίλυσης προβλημάτων. Και μια τέτοια κατάργηση θέλει πολλή σκέψη. Είναι κοινή παραδοχή ότι τα Λατινικά διδάσκονται εντελώς λάθος στο ελληνικό σχολείο. Με τρόπο βαρετό, με υλικό σχεδόν ανούσιο, και με στόχο μάλλον γραφικό και ηλίθιο. Αυτά όλα πρέπει να καταργηθούν. Οπωσδήποτε και το συντομότερο. Τα Λατινικά είναι μια άλλη ιστορία.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ