Ο Μπασογιάννης εκμεταλλεύεται θετικότατα το βίντεο, δίνοντας πράσινες και κίτρινες αποχρώσεις σε μια πνιγηρή ατμόσφαιρα κλειστοφοβικής απελπισίας, την οποία κοντράρει με ένα every port. Όπως είχε δείξει και στις μικρού μήκους του, είναι άσος στη σκηνογραφία, στήνοντας νοτισμένες φυλακές, κάτι ανάμεσα σε μπουρδέλα και κελιά. Η Λίλυ παρακολουθεί συνεχώς τηλεόραση και φέρεται σαν πολυπρισματική ηρωίδα από το Καμπαρέ, το Pal Joey, τον Γαλάζιο Άγγελο, ξεσηκώνοντας εντάσεις, υστερίες και ξεσπάσματα κινηματογραφικής θηλυκότητας. Μιλάει «αμερικάνικα» αγγλικά με τον Χεσούς, ο οποίος βγαίνει κατευθείαν από την πινακοθήκη του Κασσαβέτη, ειδικά με τον προηγμένο αυτοσχεδιαστικό τόνο που προφανώς έχει καλλιεργήσει ο σκηνοθέτης. Κι ενώ φαίνεται η δουλειά σε όλα τα επίπεδα και η ανάπτυξη των καταστάσεων μαζί με τους δυο αυτούς ηθοποιούς (η Κατερίνα Σαβράνη είναι πειστικά εκρηκτική), μαντεύουμε το έργο σχεδόν από την αρχή και το σενάριο ξεμένει από δράση, εσωτερική και εξωτερική.