Η ταινία Φροστ/Νίξον: Η Αναμέτρηση ξεκινάει με την απογοητευτική έξοδο του Νίξον από το Λευκό Οίκο. Στο τελικό τηλεοπτικό του διάβημα απηύθυνε ένα σιβυλλικό αποχαιρετιστήριο λόγο σε μια χώρα βαθιά πληγωμένη, χωρίς να παραδεχθεί απολύτως τίποτε. Η συρροή των υποκλοπών του Watergate, θλιβερός επίλογος του αναίτιου πολέμου στο Βιετνάμ που κατέληξε στην πρώτη πολεμική ήττα της υπερδύναμης, άφησε μια πικρή γεύση στο κάποτε κραταιό έθνος. Με την οικονομία στα τάρταρα, ο Νίξον οικουρούσε στο Σαν Κλεμέντε, ώσπου το σαράκι της χρηματικής ανταμοιβής τον έπεισε να βγει από το καβούκι του. Μια τηλεοπτική συνέντευξη που θα του απέφερε εξακόσιες χιλιάδες δολάρια, αστρονομικό ποσό για την εποχή, ήταν η αφορμή να σπάσει τη σιωπή του. Ο διάσημος ιμπρεσάριος Ίρβινγκ «Σουίφτι» Λαζάρ κανόνισε να στήσει απέναντι του έναν ελαφρύ δημοσιογράφο ονόματι Ντέιβιντ Φροστ, με την προοπτική να μην μπορέσει να τον στριμώξει πραγματικά. Θα φαινόταν λοιπόν σαν μια άρτια και νόμιμη φάρσα: ο Φροστ ήταν όντως ένας πλέιμποϊ που παρουσίαζε τηλεπαιχνίδια στην Αυστραλία, ένα show που δεν πήγαινε καλά στην πατρίδα του, και παρέπαιε μεταξύ μιας καριέρας κωμικού και της παραγωγής τηλεοπτικών ταινιών δίχως καλλιτεχνική υπόσταση. Η μάχη μπροστά στις κάμερες προοιωνιζόταν ως μια αντιπαράθεση της δόξας (που επιζητούσε μανιωδώς, αλλά με ελλιπή εχέγγυα ο Φροστ), με το χρήμα, που ανέκαθεν υπήρξε το δέλεαρ και η αχίλλειος πτέρνα του Tricky Dick, όπως αποκαλούσαν το Νίξον. Επί σειρά μηνών κανονίζονταν οι λεπτομέρειες που κατέληξαν σε μια σειρά δημοφιλέστατων συνεντεύξεων.

Το πρώτο μέρος της ταινίας αντιπαραβάλλει τα δυο στρατόπεδα: Το λαμπερό, busy lifestyle του Φροστ συγκρούεται με το επιφυλακτικό, πολιτικάντικο ύφος ενός ηττημένου πρώην μεγάλου ανδρός, που πολλοί προτίμησαν αλλά κανείς δεν συμπάθησε πραγματικά. Εκεί που συμπίπτουν οι αντίπαλοι είναι στο συναίσθημα της μοναξιάς του κυνηγού της χίμαιρας, στην ειδική ψυχολογία που φέρνει κάποιους ανθρώπους στην κορυφή, χωρίς να νιώθουν ποτέ την πλήρωση. Με τη διαφορά πως το ανικανοποίητο του Φροστ βρισκόταν στην ψυχοτροπική φάση της αναρρίχησης, ενώ εκείνο του Νίξον στην εκκωφαντική περίοδο της ύφεσης, με το bonus του αποτυχημένου γάμου.

Το δεύτερο μέρος της ταινίας αποτυπώνει την τηλεοπτική αναμέτρηση, με τη μορφή της στρατηγικής. Ο Νίξον έχει μεν ένα επιτελείο συμβούλων αλλά διαθέτει το ένστικτο του έμπειρου δημόσιου άνδρα που πάλεψε σκληρά για να φτάσει στην κορυφή και γνωρίζει πώς να τα βγάλει πέρα με έναν σχεδόν άσχετο, που θεωρητικά δεν θα τον φέρει στη δύσκολη θέση. Το επιτελείο του Φροστ είναι διψασμένο για εκδίκηση, καλά ενημερωμένο, αλλά επίσης άπειρο στον πόλεμο. Μετά τους πρώτους γύρους, οι άνθρωποι του δημοσιογράφου απογοητεύονται με το χειρισμό του Φροστ και απορούν πώς μπορεί να χαθεί η χρυσή ευκαιρία για το knock out. Η παρτίδα σκάκι ωστόσο παίζεται μέχρι το τέλος και η Ιστορία δικαίωσε τα αντανακλαστικά του Φροστ. Με μια αντεπίθεση στην ευθεία, εκεί που αισθάνθηκε προσωπικά πως θα ρεζιλευτεί χωρίς επιστροφή, απέδειξε πως η φιλοδοξία του τον οδήγησε στη σωστή επιλογή των ερωτήσεων και εκμαίευσε την παραδοχή της υποκλοπής και εν τέλει της κολοσσιαίας κλοπής. (Μπορείτε να δείτε σπαστά τις αυθεντικές συνεντεύξεις στο YouTube, επιμένοντας στο σημείο όπου ο Νίξον επικαλείται το δικαίωμα του Προέδρου σε κλοπή, όταν τίθεται θέμα εθνικής ασφάλειας, ένα γελοίο επιχείρημα που ανέπτυξε με τόσο συγκινητική πίστη - δείγμα της εγγενούς στρεψοδικίας του.)

Ο Ρον Χάουαρντ είναι πολύ έξυπνος για να διαγνώσει πως ένας Πρόεδρος βεληνεκούς δεν μπορεί απλά να φαλτσάρει αφελώς και στριφογυρνάει στις λεπτομέρειες για να μας δείξει πως μια τέτοια μάχη κρίνεται στις αποχρώσεις. Σκηνοθετεί με οίστρο μια φανταστική τηλεφωνική συνδιάλεξη ανάμεσα στον Φροστ και στον Νίξον, όπου ανεπίσημα ο Πρόεδρος ψυχογραφεί το παιδαρέλι αντίπαλο του ξεσκίζοντάς το, και παράλληλα αναλύεται, αδειάζοντας τον πόνο του - μιλάνε σαν μοναχικοί αστροναύτες στο παγωμένο διάστημα, έτη φωτός μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα.

Με δεδομένο το ισορροπημένο γραπτό του Πίτερ Μόργκαν, στον οποίο πρέπει να δοθεί ειδική μνεία για τον τρόπο που χειρίζεται αξιωματούχους σε κρίση (Ελισάβετ, Τόνι Μπλερ, Ίντι Αμίν Νταντά και τώρα ο Νίξον), η ταινία είναι ένας δραματικός θρίαμβος. Διότι στις 23 Μαΐου του 1977, τη χρονιά που ξεκίνησε το πανκ και η ντίσκο, πέθανε ο Πρίσλεϊ και τα ανήλικα πλήθη βρήκαν το αντιπροσωπευτικό τους είδος στο σινεμά με τον Πόλεμο των Άστρων, η τηλεόραση κήδεψε επίσημα ένα νεκροθάφτη Πρόεδρο, δίνοντας την ευκαιρία σε έναν ασήμαντο παρουσιαστή να προβιβαστεί στο αξίωμα του σεβασμιότερου πολιτικού συντάκτη όλων των εποχών - έκτοτε, ο Φροστ έχει πάρει αγέλαστες συνεντεύξεις από όλους τους Προέδρους των ΗΠΑ και τους πρωθυπουργούς της Μεγάλης Βρετανίας. Και όλα αυτά με το αναθεματισμένο κοντινό πλάνο, που περιηγήθηκε στο πρόσωπο του Νίξον στα δευτερόλεπτα που εκείνος κατάλαβε πως το εισιτήριο για την αιωνιότητά του και την ντροπιαστική του απόσυρση θα γινόταν μόνο αν πρόφερε σωστά το μεγάλο του λάθος.

Ο Χάουαρντ, με μεγάλο background στην τηλεόραση και επαγγελματικότατη γνώση του κινηματογράφου, αποθεώνει τη γεωγραφία του προσώπου του Λαντζέλα. Δεν σε νοιάζει αν βλέπεις έναν κλώνο του Νίξον, αφού στα μάτια του διακρίνεις, για κλάσματα του δευτερολέπτου, τη μακιαβελική του ψυχή στην αυλαία της διαδρομής της. Ερμηνεύει όχι με την εξωτερική δύναμη που επιβάλλει διά της εξουσίας του αλλά με την εσωτερική ανάγκη να τοποθετήσει τον εαυτό του στην Ιστορία, στο κρίσιμο dt ανάμεσα στο θόρυβο (παρελθόν) και στο μέλλον του (τη σιωπή).