Για να ξεκαθαρίσουμε την παρεξήγηση του τίτλου, ο διάβολος δεν είναι η Μέριλ Στριπ, η φοβερή εκδότρια του υπερσνομπίστικου περιοδικού μόδας Runway, και τα Prada δεν είναι σώνει και καλά τα ρούχα που φέρει, αλλά η μεταφορά της δικτατορίας της επιφανούς μάρκας σε όσους και όσες πιστεύουν ότι υπάρχουν επειδή ψωνίζουν ακριβά και αυτοκαθορίζονται δια των οίκων μόδας που υπηρετούν και συντηρούν με δουλική ευλάβεια. Το βιβλίο-λίβελος που έγραψε το πρώην δεξί χέρι της Άνα Γουίντορ μετέφερε μονομερώς την οργή μιας assistant με απωθημένα, και ευτυχώς δεν έχει και μεγάλη σχέση με την ταινία του Ντέιβιντ Φράνκελ (με θητεία στο Sex and the City) - κυρίως γιατί ο άξονας μετατοπίζεται και στη διευθύντρια. Το κλειδί του έργου βρίσκεται σε μια αξιομνημόνευτη σκηνή, όπου η αφελής και συγκαταβατική μικρή και άπειρη γραμματέας Άντι Σακς χασκογελάει σε μια σύσκεψη του τμήματος μόδας, γιατί δεν μπορεί να καταλάβει για ποιο λόγο η διευθύντρια με τον υπέυθυνο μόδας (ο μινιόν Στάνλεϊ Τούτσι, σε μια ευχάριστη αντιστροφή μεγέθους και απόχρωσης σε σχέση με τον κραυγαλέο και τεραστίων διαστάσεων ομόλογό του στην πραγματική Vogue Αντρέ Λέον Τάλι) αναλώνουν τον χρόνο τους για να αποφασίσουν ανάμεσα σε δύο φαινομενικά ίδιες μπλέ ζώνες. Με ύφος που φανερώνει αηδιασμένη εισαγγελέα, η Μιράντα τής εξηγεί, ψιθυριστά και καταιγιστικά, ότι τα χρώματα είναι τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, πως η επιλογή θα κρίνει μια κυρίαρχη τάση στην παλέτα της σεζόν και, μετά από μια μακρά πορεία σε όλες τις μορφές ένδυσης, χιλιάδες άνθρωποι στην αλυσίδα της βιομηχανίας της μόδας θα φάνε ψωμί από την εφαρμογή της και, κάποια στιγμή, το ίδιο χρώμα θα καταλήξει σε ένα ξεχειλωμένο, φτηνό ρούχο του καλαθιού που θα αγοράσει ο αυτοαποκαλούμενος άσχετος με την κοκεταρία (δηλαδή η Σακς και οι «όμοιοί» της), ελλείψει άλλης επιλογής.

Η Μέριλ Στριπ δεν είναι χαζή να μπλεχτεί με μια καρικατούρα της Άνα Γουίντουρ, που ενδεχομένως θα κοπιάριζε τον θρυλικά δύστροπο χαρακτήρα της αμετακίνητης διευθύντριας της Vogue τις τελευταίες δεκαετίες. Έπρεπε να την εξανθρωπίσει, και αυτό ακριβώς έπραξε. Η Μιράντα της συμφιλιώνεται με την απολυτότητά της και δεν αφήνει την αδυναμία να την κάμψει, μεταφράζοντας ενστικτωδώς την συμπόνια σε λιποψυχία. Το σύμπαν της μόδας, ρευστό και ασαφές στην αποτίμησή του, χρησιμεύει τέλεια ως πλατφόρμα επιχειρηματικών συμφερόντων, επαγγελματικών μαχαιρωμάτων και αχαλίνωτου ανταγωνισμού, με τις καραμέλες του "darling" και του "dear" ως ειρωνικά προσχήματα για τους αφελείς. Η Στριπ, μεγαλοπρεπής και αθόρυβη σαν καρχαρίας με γούνα, πάει πολύ πιο πέρα. Διευρύνει το θέμα και εξετάζει το άκαμπτο αφεντικό σε έναν κόσμο εμπορευματοποίησης της θηλυκότητας - άλλο η δουλειά, άλλο οι αβρότητες. Σε έναν ρόλο που -ως εκ θαύματος- δεν κατέληξε στην Σάρα Τζέσικα Πάρκερ, εξαπολύει τις διαταγές της με τη σιγουριά που της δίνει η εργατικότητα, οι διασυνδέσεις και η εμπιστοσύνη στο γούστο της, θυσιάζοντας την ανακουφιστική κολακεία στο βωμό της τελειότητας. Φυσικά έχει και πλάκα, καθώς μια τόσο μεγάλη ηθοποιός και παραγνωρισμένη κομεντιέν σκανάρει και το γελοίο της υπόθεσης, τη ματαιότητα και την αυθαιρεσία που κρύβει ο πολιτισμός που χτίζεται γύρω από τη μάσκα της επιδερμίδας και τη δικτατορία του στιλ. Οτιδήποτε σχετίζεται με την Άντι και την προσπάθειά της να κατέβει στο μέγεθος μηδέν στα ρούχα και στο ναδίρ της προσωπικής της ζωής για να ακολουθήσει το τέμπο μιας δεσποτικής λύκαινας, δίνεται σχηματικά και περιφερειακά. Πολύ απλά, όποτε η Μέριλ Στριπ δεν βρίσκεται στο πλάνο, χωλαίνουν οι σκηνές και ανυπομονείς να ξαναεμφανιστεί. Ως κομεντί, το Ο Διάβολος Φοράει Πράντα βλέπεται ευχάριστα, κυρίως λόγω του δώρου της Μέριλ Στριπ να αποκαλύψει το ανθρώπινο πρόσωπο μιας γυναίκας που αγωνίζεται, μοναχικά και μανιακά, να το κρύψει. Πρόκειται για ένα ρεσιτάλ υπαινικτικότητας απ' την πρώτη, επιβλητική είσοδο μέχρι το -πικρό- τελικό της χαμόγελο, και, ταυτόχρονα, η καλύτερη ερμηνεία της χρονιάς, μαζί με τη Βασίλισσα Ελισάβετ της Έλεν Μίρεν.