Τρομερό υλικό για ελληνική κωμωδία της δεκαετία του '60, με πιθανό πρωταγωνιστή ένα υβρίδιο Κωνσταντάρα (ψωμωμένος μεσόκοπος εργένης με παραξενιές, και γούστο για τα καλά πράγματα και τις ωραίες γυναίκες) και Βέγγου (κακομοίρης με πέντε αδελφές και καταπιεστική μαμά, που θέλει το μοναχογιό παντρεμένο λόγω του μάτσο κωλύματος που δεν λέει να ξεπεράσει). Ο Αλέν Σαμπά βρίσκεται κάπου στη μέση. Δοκιμάζει αρώματα, ζει σαν καλοβαλμένος εργένης, σιχαίνεται τη δέσμευση, αγαπάει τις γυναίκες αλλά, επειδή δεν τις αντέχει άλλο στο πετσί του, ο μόνος τρόπος να παραμείνει ελεύθερος είναι να παντρευτεί ή τουλάχιστον να βρει μια υποψήφια νύφη, τόσο τέλεια ώστε να πείσει τους δικούς του (τις δικές του) πως είναι πραγματική, και την τελευταία στιγμή να τη βάλει να τον παρατήσει, για να τους δείξει επιτέλους πως μετά από αυτό το χουνέρι δεν θα τη βάλει την κουλούρα με τίποτε στη ζωή του. Ο Λούις βρίσκει την Έμα, την αδελφή το καλού του φίλου και συναδέλφου η οποία έχει ανάγκη τα χρήματα, και μαζί της σκηνοθετεί ένα ψέμα, μια εικονική σχέση που θα αποδειχτεί πειστική σαν αληθινή και θα θολώσει τα νερά. Η Έμα έχει το ταλέντο να λέει αυτά που ο άλλος θέλει ν' ακούσει και γίνεται αμέσως αγαπητή και αποδεκτή από την οικογένεια του Λούις. Η έγνοια της είναι να αποκτήσει τα χρήματα που απαιτούνται για την υιοθεσία ενός παιδιού που έχει επιλέξει από τη Βραζιλία. Στην καρδιά του ψυχρού αυτού κοριτσιού βρίσκεται η επιθυμία να γίνει άμεσα μητέρα, γι' αυτό και δεν ξεπέρασε τον προηγούμενο φίλο της, ο οποίος την παράτησε μετά από πολυετή σχέση. Όταν μαθαίνει επιτέλους ο Λούις τις ανησυχίες της γυναίκας με την οποία κατ' επίφαση θα μοιραστεί τη ζωή του, θα αρχίσει να τη βλέπει με άλλο μάτι. Στο μεταξύ παρελαύνουν όλα τα κλισέ των παρεξηγήσεων, σε μία χαριτωμένη σεναριακή ιδέα που ωστόσο ανήκει οριστικά και αμετάκλητα σε μια άλλη εποχή. Είναι τόσο παρωχημένη και παλιομοδίτικη η σύλληψη της ταινίας που ελάχιστα σώζεται από το αυθεντικό μπρίο του Σαμπά και το poker face της Γκενσμπούρ. Είναι δυνατόν ένας 43χρονος σε ένα αστικό κέντρο, εν έτει 2007, να άγεται και να φέρεται από μια γυναικοκρατούμενη οικογένεια, που δεν αποτελείται ακριβώς από μέγαιρες και μάγισσες του μεσαίωνα αλλά από έξυπνες και εκφραστικές γυναίκες; Είναι τόσο κόντρα στη γαλλική πραγματικότητα αυτή η έννοια, που προφανώς ξάφνιασε και έγινε επιτυχία. Πριν από μερικά χρόνια το Τανγκί, με θέμα έναν 28χρονο που μένει ακόμη με τους γονείς του και δε λέει να ξεκουνήσει από το σπίτι, έκανε τεράστια επιτυχία χτυπώντας φλέβα σε μια δυτική κοινωνία που βαρέθηκε να σηκώνει τις ευθύνες της από την τρυφερή ηλικία (ο Ερίκ Τολεντανό όμως δεν διαθέτει την λεπτότητα του Ετιέν Σατιγιέζ). Από την άλλη, όπως οι Κινέζοι εντυπωσιάζουν το Χόλιγουντ με υπερπαραγωγές και περιπέτειες που βγάζουν μάτι σε τεχνική, μέσα και γνώση του αντικειμένου, έτσι και οι Γάλλοι τα βάζουν με τους Αμερικάνους σε έναν τομέα όπου τυπικά δεν υστερούν: 40χρονο παρθένο εκείνοι; 43χρονο εργένη εμείς. Φιλμικά, χωρίς να είναι κάτι ξεχωριστό, το Δώσε μου το Χέρι σου βρίσκεται μια κλάση πάνω από την τυπική ελληνική κωμωδία, με παρεμφερείς εμπορικούς στόχους και θεματολογία. Ακόμη κι έτσι όμως, πολλά από τα τεκταινόμενα δεν στέκουν, και φλερτάρουν συνεχώς με απίθανες τροπές και εντελώς φαρσικούς όρους. Να το πάρει το κορίτσι, που λέει «θα κάνω κακάκια μου» στη μέλλουσα πεθερά σαν να εκστομίζει το πιο σοκαριστικό αστείο της δεκαετίας; Να το πάρει, εμείς τι φταίμε όμως;