Η λέξη Grbavica, εκτός απ' την ονομασία της περιοχής όπου διαδραματίζεται η ιστορία, ετυμολογικά σημαίνει: «γυναίκα με καμπούρα». Τίτλος απόλυτα ταιριαστός με τη ζωή της Έσμα, την οποία υποδύεται η, γνωστή από ταινίες του Κουστουρίτσα, Μιριάνα Καράνοβιτς. Μια μάνα που, παράλληλα με την προσπάθειά της να επιβιώσει και να αναθρέψει τη μικρή της κόρη, έχει να κάνει με τον πληγωμένο μεταπολεμικό ψυχισμό της. Εξαιρετικά δύσκολο, πόσο μάλλον στα συντρίμμια μιας κοινωνίας, με τη μνήμη του πολέμου βαθιά εγγεγραμμένη, νωπή και αμετατόπιστη απ' τη συνείδησή της. Στον αντίποδα, η μικρή κόρη ακροβατεί ανάμεσα στην παιδική αθωότητα και τη σκληρή ενηλικίωση, με τη δεύτερη να της έχει ήδη δοθεί πικρά και μη αναστρέψιμα. Μονάχα το παρουσιαστικό της νεαρής Λούνα Μίχοβιτς, που την ενσαρκώνει, είναι συγκλονιστικό. Ένας μικρόκοσμος ανθρώπων όπου κυριαρχεί μια ψυχρή αίσθηση δυστυχίας και μελαγχολίας, με τη βία να παραμονεύει ώς το ξέσπασμά της. Κάτι που σίγουρα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της Βοσνίας. Αυτή η αλήθεια σαφώς και πιστοποιεί την εντιμότητα του φιλμ, όμως δεν είναι αρκετή. Σεναριακά εξαντλείται νωρίς, η εικόνα συμπεριφέρεται άνευρα, ίσως και περιττά, και η βίαιη λύση της πλοκής δεν παύει να είναι εκρηκτική, αλλά όσο ένα πυροτέχνημα. Τέτοια θέματα έχουν δοθεί με τρόπους ακόμη πιο καίριους για τη ζωή αυτών των ανθρώπων-θυμάτων, και αυτή η ταινία δεν προσδίδει κάτι ουσιαστικά περισσότερο, πέρα από μια καθημερινή συγκινητική ιστορία.