Οι ξερές αντιδράσεις του Ζακ Τατί και η άδεια θλίψη του Μπάστερ Κίτον εγκυμονούν το «μπαμ» που έπεται ενός μεγάλου κενού, προμηνύοντας ένα αστείο που θα ακολουθήσει ή ένα πάθημα πολύ χειρότερο από τα προηγούμενα.

 

Στους πιο φημισμένους deadpan ήρωες του σινεμά, δηλαδή εκείνους που το πρόσωπό τους μένει πεισματικά βουβό και παράξενα ανέκφραστο απέναντι σε ό,τι συμβαίνει, ανήκει δικαιωματικά και ο Ελία Σουλεϊμάν, μόνο που η σιωπή του στην ταινία Ο Παράδεισος έπεσε στη γη δεν υποδηλώνει επίλογο, λύτρωση ή απλώς ένα gag που συμπληρώνει τη μανιέρα, αλλά παραχωρεί τη θέση της στην επόμενη σκηνή, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα μια αλλαγή.

 

Η διαφορά με τους μεγάλους προκατόχους του είναι πως ο Σουλεϊμάν είναι σουρεαλιστής με πολιτική σκέψη, ένας Νάνι Μορέτι χωρίς την πολυλογία, ο δημιουργός που αναζητά πάντα τη μεγάλη εικόνα από την επανάληψη, την καθημερινότητα, τα μπανάλ περιστατικά, διανθίζοντάς τα αξιοσημείωτα με ανέκδοτα.

 

Γυρισμένη στη Ναζαρέτ, στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη αυτήν τη φορά, η ταινία του Παλαιστίνιου auteur, που διαγωνίστηκε για μία ακόμα φορά στο επίσημο τμήμα του Φεστιβάλ Καννών του 2019, μοιράζει το αφαιρετικό της concept μεταξύ της σιωπηλής παρατήρησης και της πολιτικής παρατηρητικότητας ενός ιδεατού «τέλειου ξένου» (perfect stranger, αναλύοντας την ιδέα ότι ο άπατρις από επιλογή στριμώχνεται ανάμεσα στον συνειδητοποιημένο χαλαρό κοσμοπολίτη και τον αγκιστρωμένο στη χώρα του πατριώτη) και της σατιρικής καταγγελίας της σύγχρονης βίας που προκύπτει από την έντονη αστυνόμευση και την υπερβολική επόπτευση.

 

Χαριτωμένες εμπνεύσεις, εφαρμοσμένες με αφομοιωμένη κωμικότητα, βρίσκονται διάσπαρτες σε ένα εγωκεντρικό σύνολο, όπου ο Σουλεϊμάν υποδύεται τον εαυτό του, έναν συμπαθή καπελοφόρο παρείσακτο που ακούει τις παραβολές, σχολιάζει αθόρυβα το νόημά τους και προσπερνά στωικά το επουσιώδες. Ο Παράδεισος έπεσε στη γη μένει συχνά στις προθέσεις.