Η ιστορία του πρώτου στελέχους της Κόζα Νόστρα που εμφανίστηκε στις Αρχές και αποκάλυψε με κάθε λεπτομέρεια ονόματα και διευθύνσεις, προκαλώντας κύμα συλλήψεων, καταγράφεται από τον βετεράνο Μάρκο Μπελόκιο αρχικά κάπως αποσπασματικά, σαν μια επιλεκτική καταγραφή όσων συνέβησαν.

 

Παρουσιάζει τον ήρωά του ως έναν κουρασμένο παράνομο που μπορεί κάποτε να πίστεψε στις αρχές και στην τιμή των μαφιόζων, όμως η αδυναμία του να αναγνωρίσει πλέον αρετές σε αυτό που υπηρετούσε τον οδήγησε στην απέναντι πλευρά. Ενώ η φόρμα του παραπέμπει σε μια πληροφοριακή, αλλά άγευστη μίνι σειρά, όταν φτάνει η στιγμή της δίκης, η εμπειρία του σκηνοθέτη οδηγεί την ταινία σε κάτι μεγαλύτερο.

 

Ο Μπελόκιο κρατά ηθελημένα μεγάλες τις σκηνές της γελοιοποίησης των ηρώων του, βγάζοντάς τους απογυμνωμένους σε μια αρένα θεατών που διψούν για να μάθουν τα κατορθώματά τους και τα μαθαίνουν σχεδόν κουτσομπολίστικα. Η απομυθοποίηση χαρακτήρων που πίστεψαν ότι έγιναν λαϊκά είδωλα, μαζί με την αδυναμία της δικαιοσύνης να εμπλέξει σε αυτό το γαϊτανάκι παρανομίας τους πολιτικούς, είναι επιτεύγματα ενός σεναρίου που στην πορεία βρίσκει στοιχεία για να στηριχτεί ως ένα ουσιώδες ιστορικό ντοκουμέντο μιας χώρας όπου οι παράνομοι λατρεύτηκαν σαν θεοί.