Με τον θρυμματισμό της αφήγησης και τη χρήση αξεσουάρ της ποπ κουλτούρας ως εργαλείων για την κατασκευή της πλοκής, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ παρέδωσε στο αξέχαστο ντεμπούτο του ένα ρηξικέλευθο γλωσσάρι για το νέο σινεμά, θαυμάζοντας και γκρεμίζοντας τις κινηματογραφικές αξίες που είχαν προηγηθεί, τις οποίες είχε μελετήσει και παρατηρήσει όσο κανείς άλλος.

 

Το «Με κομμένη την ανάσα» προσγειώθηκε με πάταγο το 1960, παιανίζοντας την έλευση του «νέου κύματος», με ευφάνταστη ανακύκλωση παλαιών υλικών: έναν ήρωα ληστή και φονιά, μίλια μακριά από τους κουκουλωμένους γκάνγκστερ του παρελθόντος, μια Αμερικανίδα διανοούμενη στο πλάι του, χωρίς ατζέντα και femme fatale συμφέρον, αλλά με ιδεολογική ηθική, ένα περπατητό love story, μοντάζ που χοροπηδάει, παρένθετη πλοκή, πολύ Παρίσι και ακόμα περισσότερο μπλα-μπλα.

 

Το αποτέλεσμα συνιστά μια συναρπαστική παραδοξότητα, πολύ πιο προσβάσιμη από τις επόμενες ταινίες του, εξαιρετικά επιτυχημένη εμπορικά, ακόμη φρέσκια και σέξι ‒ ο Μπελμοντό και η Σίμπεργκ μπαινοβγαίνουν στις πόζες τους, βγάζουν τη γλώσσα στα πρότυπά τους και διασκεδάζουν σε ένα κολάζ εικόνων και ήχων.