Αν ένας αλλοδαπός δει το Μόλις Χώρισα θα σχηματίσει μια στρεβλή εντύπωση της Αθήνας και των κατοίκων της. Όχι, οι Αθηναίοι δεν είναι οι κανονικοί, οι μίζεροι και σκουντούφληδες, που φλυαρούν βρίζοντας για τα σακατιλίκια της πολιτικής και του ποδοσφαίρου, τα στημένα παιχνίδια, την ακρίβεια και την ανέχεια. Πρόκειται για την προβολή της πολύχρωμης φαντασίας του δημιουργού του επιτυχημένου έργου Βασίλη Μυριανθόπουλου, ένα παράγωγο της κουλτούρας των ελληνικών μίντια, συγγενή του σύμπαντος του Παρά Πέντε, των σίριαλ του Παπακαλιάτη και του AlterEgo, υποσύνολο και υποσημείωση του αθηναϊκού πληθυσμού που γιορτάζει βροντερά τον Βαλεντίνο με οικιακά δράματα και αξιοζήλευτη φιλική αλληλεγγύη. Κι όμως, το φιλμ δεν είναι κακό γιατί είναι έντιμα ελαφρύ, συνειδητά εκχωρώντας τις μεγάλες ιδέες και τα γενικά συμπεράσματα για τη ζωή και το τραγικό της βάθος σε άλλους, ενδεχομένως πιο ανήσυχους, άρα και πιο επιρρεπείς να υποπέσουν σε κεφαλαιώδη δραματουργικά σφάλματα (με μεγαλύτερο αυτό της ανίας του θεατή).

Ο Μυριανθόπουλος επέλεξε ορθότατα τη Ζέτα Μακρυπούλια, η οποία, με την αφασική μακαριότητα και την ονειροπαρμένη σιγουριά που προσδίδει στην Ηλέκτρα, την κάνει να στέκεται σαν βράχος, ξεχωρίζοντας μέσα στο φρενήρες χάος του επιπόλαιου φίλου της (Τσιμιτσέλης), των κινητικότατων φίλων και της υπερβολικής μάνας της (όντως υπερβολική η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου). Η Ηλέκτρα ετοιμάζεται να γιορτάσει τα γενέθλιά της και τον Βαλεντίνο και δεν διανοείται να πιστέψει πως ο καλός της δεν αποτελεί πια το έτερο σημαντικό της ήμισυ. Το μπέρδεμα προκύπτει όταν ο Πέτρος της αφήνει ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή και όλοι το ακούνε εκτός από την ίδια. Προσπαθούν να της το κρύψουν, αλλά όταν το μαθαίνει, βάζει μια σέξι μαύρη τουαλέτα και τραγουδάει το «Νύχτα Στάσου» της Διαμάντη, στην πιο κωμική σκηνή του φιλμ.

Ναι, το Μόλις Χώρισα κάνει μπαμ πως είναι θεατρικό, αλλά με την παρατραβηγμένη του κίνηση και τη βεβιασμένη, ενίοτε, προσπάθειά του να βγάλει σπίθες μέσα στους τέσσερις τοίχους του διαμερίσματος στην Ιπποκράτους, παράγει ενέργεια που σε κάνει να πιστεύεις πως πρόκειται για το χαριτωμένο ανιψάκι του Αλμοδόβαρ που δεν διανοείται να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά, αλλά να διασκεδάσει, υπνοβατώντας σε μια πρασινορόζ γειτονιά του κέντρου.