Ο Αλί, χήρος, ζει μόνος στο Αμβούργο. Γνωρίζει τη Γιέτερ, μια πόρνη, και αποφασίζει να ενώσει τη μοναξιά του με τη δική της και να μείνουν μαζί. Ο γιος του Ναζάτ, καθηγητής στο πανεπιστήμιο, θα έλθει κοντά στη Γιέτερ όταν θα μάθει πως όλα τα λεφτά που βγάζει τα στέλνει στην κόρη της, που μένει στην Τουρκία. Με το θάνατό της, ο Ναζάτ θα επισκεφθεί τον τόπο καταγωγής του και μια σειρά από αλλαγές θα σηματοδοτήσουν τη συνειδητοποίηση αυτής της μυστηριώδους κατάστασης που ονομάζεται ειρωνικά ανθρώπινη κωμωδία.

Ο Ακίν είναι εξαιρετικά πρόθυμος να φιλοσοφήσει στο θέμα της επιβολής ενός θεϊκού σχεδίου στη μοίρα των ανθρώπων. Δεν αφήνει την ταινία του στην τύχη, το αντίθετο μάλιστα. Αρχίζει και τελειώνει συμμετρικά, με το μπαϊράμι, πανηγυρικά και πένθιμα, με ατυχήματα και τραγωδίες, πιο ελαφρές στιγμές και πολλές πολιτισμικές και αναπάντεχες συναντήσεις, ταιριαστές με την εναλλασσόμενη ψυχική κατάσταση των ηρώων του, και στο μεσοδιάστημα παρεμβάλλει με μυθιστορηματική δομική λογική μια σειρά από κινηματογραφικά κεφάλαια που προειδοποιούν το θεατή για το ανατρεπτικό τους φινάλε. Χωρίς να αδημονεί, φτάνει στο συμπέρασμά του με αργό τέμπο, σκεπτικό βηματισμό και επιμονή στις επιπτώσεις που έχει κάθε κίνηση στους «δράστες».

Φαίνεται πως έχει δουλέψει πολύ στο περιεχόμενο και προφυλάσσεται από αυθαιρεσίες και τις επικίνδυνες κακοτοπιές του τυχαίου. Φαίνεται επίσης πως έξυσε κάθε έκπληξη και όλες τις ανάσες-ατέλειες, ειρωνικά μιλώντας για τις ατέλειες των ανθρώπινων πράξεων. Ενώ το σενάριό του δεν πιάνεται, σαν μια κισλοφσκική διατριβή με λιγότερο σκληρό πρόσωπο, η σκηνοθετική του ματιά λιμνάζει στον υπολογισμό και την, ίσα ίσα μετρημένη, σπουδαιοφάνεια. Τα στοιχεία είναι όλα στη θέση τους, εκπαιδευμένα και κουρδισμένα, αλλά δεν είναι έτοιμα για πόλεμο.

Καλές οι ερμηνείες (ειδικά του εμβληματικού για το τουρκικό σινεμά Τανσέλ Κουρτίζ στο ρόλο του πατέρα) αλλά γυμνές από πάθος και χτύπημα. Ο ρόλος του auteur δεν ταιριάζει στον Ακίν - ή τουλάχιστον θα έπρεπε να τον ντύνει με έναν πιο έξυπνα ατημέλητο μανδύα.