Στο ξεκίνημά του ο Μελ Μπρουκς δούλευε για έναν παραγωγό που φορούσε λερωμένη από κοτόπουλο ρεπούμπλικα και ένα μαύρο μακρύ παλτό από αλπακά. Ξάφριζε με τρόπο χρήματα από κυριούλες για να ανεβάσει θεατρικά έργα. Αργότερα, ο Μπρουκς συνάντησε δύο ατζέντηδες που αποσπούσαν χρηματοδότηση και επένδυαν σε απανωτές αποτυχίες. Η κρυφή τους ευχή ήταν να επιδιώκουν το χειρότερο, για να μη χρειαστεί να αποδώσουν κέρδη. Ζούσαν σαν βασιλιάδες. Με το που συνδύασε τον παραγωγό με τους δύο απατεώνες γεννήθηκε το «εύρηκα» της ταινίας!

 

Το θέμα θα έπρεπε να εγγυάται μια σίγουρη αποτυχία, αλλά να είναι πιασάρικο, έτσι ώστε να γεμίσει το θέατρο με θεατές και μετά την πρώτη πράξη να φύγουν όλοι αηδιασμένοι από το πολλαπλό σοκ. Μήπως κάτι με Χίτλερ; Ένα γκέι μιούζικαλ με τον Αδόλφο και την Έβα στο Μπερχτεσγκάντεν; Σίγουρα θα έστελνε αδιάβαστους τους Εβραίους θεατρόφιλους, και όχι μόνο. Έτσι, βάφτισε την ταινία του Springtime for Hitler. Ο Τζον Μόρις, που δεν είχε ξαναγράψει ολόκληρη μουσική επένδυση (και έμελλε να γίνει ο μόνιμος μουσικός επιμελητής του), του έγραψε μια ωραία μελωδία, ευέλικτη, για χαρούμενο και λυπημένο σκοπό, όποτε χρειαζόταν διακυμάνσεις.

 

Ο πρώτος παραγωγός που βρήκε ήταν ο Σίντνεϊ Γκλέιζερ. Έτρωγε ένα σάντουιτς με τόνο όταν ο Μπρουκς του διάβασε το σενάριο. Κόντεψε να πνιγεί, έπεσε κάτω από το γέλιο και αναφώνησε: «Μα τον Θεό, αυτή την ταινία θα τη γυρίσουμε». Ψάχνοντας χρηματοδότη, απευθύνθηκε στον Λούι Γούλφσον, έναν πλούσιο φιλάνθρωπο που, όταν άκουσε την ιδέα, είπε: "Πολύ ωραία, θα εκδικηθούμε τον Χίτλερ. Δεν γκρεμίζεις δικτάτορες με ρητορική. Αν κάνεις τον κόσμο να τους περιγελάσει, έχεις κερδίσει το στοίχημα. Ο Γούλφσον του έδωσε 940.000 δολάρια και άλλα τόσα ο Τζόζεφ Λεβίν, με τον όρο να αλλάξει τον τίτλο σε αυτό που τελικά επικράτησε: Οι Παραγωγοί. Τον Τζιν Γουάιλντερ, τον ονειροπόλο λογιστή της ταινίας, τον είχε γνωρίσει από τη σύζυγό του, Αν Μπάνκροφτ. Έπαιζαν μαζί σε ένα βαρύ δράμα, το Μάνα Κουράγιο, και ο κόσμος γελούσε με τον Γουάιλντερ, ο οποίος αναρωτιόταν γιατί. «Διότι είσαι αστείος τύπος» του εξηγούσε ο Μπρουκς. «Ναι, αλλά δεν έχω πρόθεση να είμαι αστείος» παραπονιόταν. «Το θέμα είναι να το ανακαλύψει ο κόσμος ερήμην σου» τον διαβεβαίωσε ο άνθρωπος που του υποσχέθηκε πως σε λίγο καιρό θα του έδινε έναν σπουδαίο ρόλο.

 

Ο Μπρουκς αγαπούσε τον Γουάιλντερ και αυτό το βλέμμα του «λίγα εκατοστά από την υστερία», όπως έλεγε. Ήταν σαν να έκρυβε ένα παγιδευμένο ζώο στα γουρλωτά του μάτια και ο Μαξ Μπιάλιστοκ, ο επιτήδειος παραγωγός, ήταν εκείνος που τον κρατούσε αιχμάλωτο. Ο Ζίρο Μοστέλ ήταν η μοναδική επιλογή για τον γιγαντιαίο υποκινητή της κομπίνας. Ο Μοστέλ, ένας εκκεντρικός άνθρωπος του θεάτρου, δύσκολος για το σινεμά, δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τον ρόλο. Μέσω της γυναίκας του, ο Μπρουκς παιδεύτηκε να φτάσει στον στόχο, αλλά τελικά τον έπεισε.

 

Μια ταινία τόσο ασυνήθιστη χρειαζόταν τον καλό λόγο των κριτικών. Ελάχιστοι έγραψαν θετικές γνώμες. Το «Newsweek» κι ένας ακόμη, που την ανακήρυξε την πιο τρελή κωμωδία από την εποχή που οι αδελφοί Μαρξ εισέβαλαν στην Όπερα. Οι υπόλοιποι μούτρωσαν. Η Ρενάτα Άντλερ των «New York Times» τον σταύρωσε: «Η ταινία είναι χάλια» συμπέρανε συνοπτικά. Χωρίς να το περιμένει, βρέθηκε στην πεντάδα των υποψήφιων για Όσκαρ σεναρίων. Από καθαρή τύχη, επιμένει. Δεν περίμενε ποτέ να κερδίσει. Απέναντί του, το 2001, Η οδύσσεια του Διαστήματος και Η Μάχη του Αλγερίου! Κι όμως, ο Φρανκ Σινάτρα τον φώναξε στη σκηνή να παραλάβει το Όσκαρ του. Ο Μελ Μπρουκς ακόμα απορεί πώς η ταινία του έμεινε ζωντανή, έγινε τόσο μεγάλη επιτυχία, τιμήθηκε, του ζητήθηκε να το κάνει μιούζικαλ, έσπασε τα ρεκόρ, απέσπασε 12 Tony και μεταφέρθηκε ξανά στο σινεμά, με τον Νέιθαν Λέιν και τον Μάθιου Μπρόντερικ.

 

Είναι απλό: οι Παραγωγοί, αυτό το απίθανα αταίριαστο δίδυμο που συνδυάζει σουρεαλιστικό δόλο και αφοπλιστική αφέλεια και στήνει μια εξοργιστικά προσβλητική ιδέα ως πρόσχημα για θεατρικό χαμηλού γούστου για απαιτητικό κοινό έχει πολλή πλάκα, ακόμα.