Μετά την παρενθετική συμβολή του στη μυθολογία του Batman και δύο ταινίες για το Netflix, ο Μπεν Άφλεκ επιστρέφει με έναν παραβολικό απολογισμό της ζωής, δίνοντας το παράδειγμα της κινηματογραφικής άφεσης αμαρτιών στο δράμα του Γκάβιν Ο'Κόνορ, Ο δρόμος της επιστροφής.

 

Υποδύεται έναν εσωστρεφή, μοναχικό άνδρα, ψυχικά αποκομμένο από τους στενούς συγγενείς και την πρώην σύζυγό του, που καλείται να επιστρέψει στο σχολείο που κάποτε είχε δοξάσει παίζοντας μπάσκετ, αυτήν τη φορά ως προπονητής, ιδιότητα που ποτέ δεν είχε ασκήσει.

 

Αποδεχόμενος την πρόσκληση του ιερέα (πρόκειται για χριστιανικό σχολείο), έρχεται αντιμέτωπος με μία ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση από την ανάδειξη μιας ομάδας που πάει από το κακό στο χειρότερο: να ξορκίσει δαίμονες που κρύβει από τον ίδιο του τον εαυτό και κυρίως να ξεπεράσει το πρόβλημα του αλκοολισμού, που ο σκηνοθέτης κάνει εμφατικά φανερό από την πρώτη σκηνή ‒ ο Τζακ Κάνινγχαμ πίνει ακόμα και κάνοντας ντους!

 

Ο παραλληλισμός του κατεστραμμένου, μετανοημένου και ξαναγεννημένου σταρ της Βοστώνης, που βρέθηκε στο προσκήνιο πολύ νέος, πήρε δύο Όσκαρ και κάηκε σαν ροκ είδωλο χωρίς κανείς να το προβλέψει, και μάλιστα δημοσίως, είναι σαφής και αναπόφευκτος. Χωρίς να επιδεικνύεται, το πορτρέτο ενός ανεπιτήδευτου, λειτουργικού, ως έναν βαθμό, εθισμένου, είναι περιγραφικό και αναμενόμενο.

 

Κινείται γύρω από τον άξονα της πίστης, με μερική αναβάθμιση στη σύγχρονη γλώσσα, αλλά δεν παύει να φλερτάρει με την ηθικοπλαστική διαδρομή προς την προσωπική κατάκτηση της αρετής, χωρίς πρωτότυπο χειρισμό ‒ τουλάχιστον δεν κάνει διδακτικό θόρυβο. Στο μπασκετικό πλαίσιο, τα παλιότερα Hoosiers με τον Ντένις Χόπερ και Blue Chips με τον Νικ Νόλτε παρουσίαζαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον