Από το πρώτο δευτερόλεπτο, πριν ακόμη φανούν στο πλάνο τα πόστερ από τις Τρελές Σφαίρες με τον Λέσλι Νίλσεν, γίνεται εμφανής η πρόθεση του Σεφερλή και της ομάδας του να φτιάξουν το ελληνικό αντίστοιχο.

 

Οι βασικοί πυλώνες της επιτυχίας εκείνων των ταινιών και πολύ περισσότερο των προηγούμενων, όπως η Τρελή Απίθανη Πτήση, που έφτιαξε το τρίο ΖΑΖ (ο Έιμπρααμς και οι αδερφοί Ζούκερ), ήταν τρεις: το literal χιούμορ, δηλαδή φράσεις που κανονικά χρησιμοποιούνται ως σχήματα λόγου και μετατρέπονται σε κυριολεκτικές, το slapstick, με δεκάδες κλοτσοπατινάδες να συνοδεύουν κάθε στιγμή, και, ως κορωνίδα, το προσβλητικό προς κάθε κατεύθυνση χιούμορ, που έτσι όπως το χειριζόταν η δημιουργική ομάδα κατάφερνε να επιτίθεται ταυτόχρονα και στην πολιτική ορθότητα αλλά και στους εξουσιαστικούς θεσμούς κάθε εποχής.

 

Εδώ ο Σεφερλής τα πηγαίνει καλά με την κυριολεξία των φράσεων, έχει τον Καπετάνιο στο slapstick να σωριάζεται τίμια, θυμίζοντας τον τρόπο που ο Αντώνης Παπαδόπουλος βοηθούσε τον Βέγγο, όμως στη δική του κορωνίδα είναι απαράδεκτα και ασυγχώρητα επιλεκτικός. Προσβάλλει αποκλειστικά γυναίκες, ομοφυλόφιλους και αλλοδαπούς, αφήνει όλους τους υπόλοιπους απέξω με έναν κυνισμό που πηγάζει από τον συλλογισμό πως αυτά αρέσουν στο κοινό που τον ακολουθεί, αυτά κάνει.

 

Έτσι πέφτει στη λαϊκιστική κωμωδία (και όχι στη λαϊκή, που μια χαρά είδος είναι), νταντεύοντας το περίφημο αυτό ευρύ κοινό πως καλά κάνει και αρέσκεται σε όσα αρέσκεται. Παράλληλα, κάνει και μια προσωπική επίδειξη της περσόνας του με την κινησιογραφία που επιλέγει, την οποία συνοδεύει από άγαρμπα οπτικά εφέ σαν να τα έφτιαξε έφηβος που μόλις απέκτησε υπερ-υπολογιστή, όμως αυτά είναι πταίσματα μπροστά στη σάτιρα που προωθεί και διαιωνίζει.