Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Νίκολας Σιρλ, ο Καλός Ψεύτης είναι μια άσκηση στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην καθαρή απάτη και στη συναισθηματική εξαπάτηση. Ο καμβάς αποκτά περισσότερο εύρος με τα χρονικά φλασμπάκ αλλά και βάθος, γιατί οι πρωταγωνιστές του έργου είναι γηραιοί: ο Ρόι Κόρτνεϊ είναι επαγγελματίας κομπιναδόρος και ελπίζει πως η περίπου συνομήλική του Μπέτι Μακλίς, χήρα και αποδέκτρια ενός διόλου ευκαταφρόνητου κομποδέματος, την οποία βρήκε σε ιστοσελίδα γνωριμιών, θα είναι το κόλπο που θα τον εξασφαλίσει για τα καλά, παράλληλα με τις «δουλειές» που τρέχουν.

 

Η γνωριμία τους ξεπερνά το πρώτο αναγνωριστικό στάδιο, όπου η ζυγαριά γέρνει προς το μέρος του Κόρτνεϊ, με την Μπέτι να τηρεί στάση αναμονής κατά την οποία μόνο μερικές στιγμές αμηχανίας προδίδουν δεύτερες σκέψεις, πάντα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του ανήσυχου, καχύποπτου και αγενούς προς τον Κόρτνεϊ εγγονού της, και στη συνέχεια συνδέεται με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μια σειρά μυστικών που ανατρέπουν τα δεδομένα, χωρίς να είναι τα απολύτως αναμενόμενα.

 

Όταν οι ήρωες, λόγω ηλικίας, αναγκαστικά αντλούν βιώματα από το παρελθόν τους και δρουν χωρίς τον ενθουσιασμό και την απερισκεψία της νεότητας, η προοπτική ασθμαίνουσας πλοκής, η δράση και ο ερωτισμός παραχωρούν τη θέση τους σε διανοητικό σκάκι, υπολογισμένες παγίδες, μυαλωμένες αποφάσεις και συνειδητοποιημένες κινήσεις.

 

Πέρα από τις δύο πρώτες του ταινίες, το Gods and Monsters και το Kinsey, ο Μπιλ Κόντον δεν έχει δώσει δείγματα προσωπικότητας, δημιουργικής πρωτοτυπίας ή σκηνοθετικού στίγματος, έχοντας ενδώσει στον πειρασμό να αναλάβει νεανικότερα πρότζεκτ, όπως τα δύο τελευταία μέρη του επικού ρομάντσου Twilight, πέρα από τις πιο ταιριαστές, αν και χλιαρές επιλογές του, όπως ο Κύριος Χολμς. Και από το Ένας καλός ψεύτης απουσιάζουν η αιχμή και η πυγμή, όταν η ταινία χρειάζεται τίναγμα και οίστρο.

 

Επιπρόσθετα, δύο μεγάλοι ηθοποιοί, όπως ο Ίαν Μακέλεν και η Έλεν Μίρεν, αφαιρούν τη φυσικότητα από το ήπιο θρίλερ χαρακτήρων, καθώς παίζουν φανερά, αντί να ενσαρκώνουν, και ποτέ δεν φαίνεται να δένουν πραγματικά ‒ στην αποκαλυπτική σκηνή του φινάλε δεν γίνεται καθόλου πιστευτή η λύση που σκαρώνεται, σαν μικρό μονόπρακτο στην αποδρομή μιας τραβηγμένης ενορχήστρωσης ρεβανσισμού, πάντα με φόντο την απάτη και τις συνέπειές της.