Το Λευκό Κοράκι, όσο παράξενο και να ακούγεται, είναι η πρώτη κινηματογραφική βιογραφία του μοναδικού χορευτή Ρούντολφ Νουρέγιεφ, ο οποίος έχει παίξει στο σινεμά, στο ατυχές Νιζίνσκι, έχει αποτελέσει αντικείμενο τηλεταινιών και μυριάδων ντοκιμαντέρ και πιο πρόσφατα του εξαιρετικού Nureyef, σκηνοθετημένου από τα αδέλφια Τζάκι και Ντέιβιντ Μόρις.

 

Έτσι τον αποκαλούσαν στο χωριό του όταν ήταν μικρός και αποξενωμένος από τα υπόλοιπα παιδιά, ένα μοναχικό και αμίλητο αγόρι που μεγάλωσε στην απόλυτη φτώχεια, κάτω από τις γραμμές του τρένου, με τη μάνα και τα αδέλφια του, έχοντας βιώσει σε τρυφερή ηλικία την εξαφάνιση του πατέρα του, αφού τον περίμενε μάταια στο κοντινό δάσος.

 

Ο Νουρέγιεφ του Φάινς και του Χέαρ είναι ένας ντροπαλός και ευγενικός νέος άνδρας που μαζεύει στην ψυχή του όλες τις προσλαμβάνουσες και νιώθει την ανάσα του χρόνου να τον πιέζει γιατί ξεκίνησε σοβαρά την εκπαίδευσή του σχετικά μεγάλος.

 

Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Ρέιφ Φάινς, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον κόσμο του μπαλέτου αλλά ανέκαθεν ένιωθε συγγένεια με τη ρωσική κουλτούρα και τη θέρμη των ανθρώπων που συναναστράφηκε σε θεατρικές και κινηματογραφικές του εμπειρίες στη χώρα. Έχοντας διαβάσει τα πρώτα κεφάλαια της βιογραφίας του Νουρέγιεφ από την Τζούλι Κάβανο στις αρχές της δεκαετίας του '90, του προτάθηκε η ταινία και δέχτηκε αμέσως γιατί του άρεσε η γραφή και κυρίως η σπουδαία προσωπικότητα του Τάταρου με το φλέγον χάρισμα, το πάθος, την ενέργεια και, φυσικά, τη δραματική ζωή.

 

Ο Βρετανός πρωταγωνιστής και δημιουργός προσέγγισε αμέσως τον Ντέιβιντ Χέαρ για να γράψει το σενάριο, όχι μόνο γιατί του άρεσαν τα θεατρικά του, όπως το Plenty, αλλά επειδή τον θεωρεί έναν από τους κορυφαίους σεναριογράφους των τελευταίων δεκαετιών.

 

Η προτίμησή του αποδεικνύεται ορθή: χωρισμένη σε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους, στα ντικενσιανά παιδικά του χρόνια, στην εκπαίδευσή του στο Λένινγκραντ και στη φάση του Παρισιού, όπου και αυτομόλησε θεαματικά, ενώ είχε ολοκληρώσει τις εκεί παραστάσεις με τα μπαλέτα Κίροφ και ετοιμαζόταν να επιστρέψει, παρά τη θέλησή του, στη Μόσχα, η ταινία έχει ένα σαφές point.

 

Δεν επιδιώκει απλώς να αναπαραγάγει τα κουτσομπολιά και τα ντοκουμέντα για την περίοδο που προηγήθηκε της στρατοσφαιρικής του φήμης αλλά να εντοπίσει την ιστορία που ήθελε ο Νουρέγιεφ να πει, τη γωνία αφήγησής του, τον συσχετισμό των βιωμάτων με την έκρηξη στο παγκόσμιο προσκήνιο που θα ακολουθούσε.

 

Ο Νουρέγιεφ του Φάινς και του Χέαρ είναι ένας ντροπαλός και ευγενικός νέος άνδρας που μαζεύει στην ψυχή του όλες τις προσλαμβάνουσες και νιώθει την ανάσα του χρόνου να τον πιέζει γιατί ξεκίνησε σοβαρά την εκπαίδευσή του σχετικά μεγάλος. Χωρίς να προσβάλει την κομμουνιστική και την μπαλετική πειθαρχία μέσα στην οποία ανατρέφεται, αντιδρά όταν στριμώχνεται, αφήνοντας σταδιακά τα ψήγματα του εγωισμού του να εκδηλωθούν.

 

Ο Φάινς τολμηρά επέλεξε τα ρωσικά και τα γαλλικά (ο ίδιος παίζει τον Πούσκιν, τον μέντορά του στο Λένινγκραντ, μιλώντας μια χαρά τη γλώσσα), σεβόμενος την αυθεντικότητα της ιστορίας, και μάλιστα προσέλαβε έναν χορευτή, τον Όλεγκ Ιβένκο, ένα άγνωστο πρόσωπο με σμιλεμένα χαρακτηριστικά και αρκετή ομοιότητα με τον Νουρέγιεφ.

 

Ο Χέαρ (Οι Ώρες, Σφραγισμένα Χείλη) χτίζει ένα ιερό τέρας με υπομονή και σύνεση: δεν σπεύδει να τον ρίξει στην αρένα του εντυπωσιασμού, περιμένοντας την κατάλληλη ώρα να θίξει τη σεξουαλική του ταυτότητα, την υπερφίαλη συμπεριφορά, τις αμφιβολίες για το πού πρέπει να ανήκει και ποιο κανάλι θα βρει για να διοχετεύσει το περίφημο «αφήγημά» του.

 

Αντίθετα με τους νεαρούς συναδέλφους του, ο «Ρούντικ» γνώριζε πως δεν είναι εξίσου καταρτισμένος τεχνικά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν κενός περιεχομένου. Ένωσε την Τέχνη, την προσωπική του υστέρηση σε αγάπη και υλικά αγαθά και τη στεγνή υπηρεσία σε μια προδιαγεγραμμένη καριέρα για να απογειωθεί, παραδίδοντας τον εαυτό του σε μια Δύση που προσδοκούσε ένα εξωτικό αστέρι από την κακιά Ανατολή. Ο Χέαρ προσφέρει συνεχώς νύξεις, από τις λεπτομέρειες στις πρόβες μέχρι την πολιτική καταπίεση του ψυχροπολεμικού εκφοβισμού. Το σενάριό του είναι πλούσιο και διαφωτιστικό όσον αφορά την πολιτική πραγματικότητα και το ανταγωνιστικό περιβάλλον.

 

Ο Φάινς τολμηρά επέλεξε τα ρωσικά και τα γαλλικά (ο ίδιος παίζει τον Πούσκιν, τον μέντορά του στο Λένινγκραντ, μιλώντας μια χαρά τη γλώσσα), σεβόμενος την αυθεντικότητα της ιστορίας, και μάλιστα προσέλαβε έναν χορευτή, τον Όλεγκ Ιβένκο, ένα άγνωστο πρόσωπο με σμιλεμένα χαρακτηριστικά και αρκετή ομοιότητα με τον Νουρέγιεφ.

 

Δεν μπορεί να εκφραστεί με ποικιλία και ποίηση και μερικοί διάλογοι ακούγονται από ξύλινοι μέχρι ανεπαρκείς από εκείνον, αλλά η αδυναμία του ήταν μέσα στα σχέδια: καλύτερα ένας παρατηρητής που ξέρει να στέκεται και να κινείται παρά ένας ηθοποιός που θα πόζαρε ως Νουρέγιεφ και θα αντικαθίστατο με εφέ στην πρώτη του απόπειρα να μιμηθεί τον πρώτο των πρώτων.

 

Η έγνοια του Φάινς είναι η έννοια της καλλιτεχνικής ελευθερίας, ενώ η δουλειά του Χέαρ, χωρίς να υπηρετείται πάντα διεξοδικά, γίνεται πιο περίπλοκη και καλύπτει περισσότερους τομείς στην ευαίσθητη περίοδο πριν από τη μεγάλη περιπέτεια.