Η δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα της Βαλέρια Γκολίνο υπολείπεται της αιχμηρής προσέγγισης σε ένα ντελικάτο θέμα, την ευθανασία, που πραγματευόταν το ντεμπούτο της πίσω από την κάμερα, με το Miele.

 

Το Euforia φέρνει αντιμέτωπoυς δύο αδελφούς σε ακραία, κρίσιμη κατάσταση: ο Ματέο ζει μόνιμα στη Ρώμη, είναι gay, μένει σε ένα καταπληκτικό πολυεπίπεδο διαμέρισμα, διευθύνει εταιρεία συντήρησης έργων τέχνης, αυξομειώνει τις ταχύτητες της διάθεσής του με κάθε λογής ναρκωτικά και περιστοιχίζεται από ενδιαφέροντες φίλους κι εραστές, έχοντας μάλιστα κι έναν μόνιμο συνοδό στο σπίτι, τον οποίο αποκαλεί «κυρία αναμονής».

 

Ο Έτορε είναι ταπεινός και χαμηλών τόνων. Δάσκαλος στο χωριό της καταγωγής τους, έχει έρθει στην πρωτεύουσα και υποβάλλεται σε ιατρικές εξετάσεις που δείχνουν πως πάσχει από ανίατο όγκο στο κεφάλι. Ο Ματέο δεν το λέει σε κανέναν και τον αναγκάζει να μείνει στο σπίτι, αποκαθιστώντας τις κομμένες γέφυρες με το χαίνον παρελθόν και τους ανοιχτούς λογαριασμούς.

 

Η Ελληνοϊταλίδα σκηνοθέτις και ηθοποιός, η οποία έχει επιλέξει να μην παίζει στις δικές της ταινίες, αναπληρώνει το δομικό κενό της ταινίας της με ατμόσφαιρα, μοντάζ και την αναπόφευκτη ψυχολογική κόντρα ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές.

 

Η ρήξη με μια ζωή που δεν είχε καμία προοπτική δεν δηλώνεται αλλά υπονοείται αχνά στον χειρισμό της Γκολίνο ‒ δεν είμαστε σίγουροι γιατί ο συχνά εκτροχιασμένος Ματέο έριξε μαύρη πέτρα πίσω του, ενώ έχει διατηρήσει αξιοπρεπείς, πολιτισμένες σχέσεις με τους συγγενείς.

 

Η Ελληνοϊταλίδα σκηνοθέτις και ηθοποιός, η οποία έχει επιλέξει να μην παίζει στις δικές της ταινίες, αναπληρώνει το δομικό κενό της ταινίας της με ατμόσφαιρα, μοντάζ και την αναπόφευκτη ψυχολογική κόντρα ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές.

 

Ο Έτορε βγαίνει περισσότερο μονοδιάστατος, ενώ ο Ματέο διοχετεύει τον εμμονικό του χαρακτήρα με μια ενδιαφέρουσα εκτροπή της εθιστικής προσωπικότητάς του σε αλτρουιστική, συμπονετική φροντίδα προς τον πιο κοντινό του άνθρωπο. Σε πολλές σκηνές φαίνεται η δουλειά που έχει γίνει με τη δημιουργική τριβή των δυο ηθοποιών, του Ρικάρντο Σκαμάρτσιο και του Βαλέριο Μαστραντρέα, ώστε να αλληλοεπιδρούν αβίαστα, με επικάλυψη του λόγου και σταράτη ανταλλαγή βλεμμάτων με νόημα.

 

Στο Miele, η Τζασμίν Τρίνκα, η οποία εδώ εμφανίζεται σε έναν μικρότερο ρόλο, λειτούργησε ως άγγελος θανάτου σε μια διαφορετική, δυναμική ιστορία αυταπάρνησης. Στο Euforia, μια ειρωνική ευφορία που παραπέμπει στην ελπίδα, το τέλος είναι επίσης δεδομένο και ο Ματέο έχει την πιο εκλεπτυσμένη αποστολή της σωτηρίας της ψυχής ως εσωστρεφούς διαδικασίας λύτρωσης, αντί για παράτολομο κοινωνικό έργο.

 

Η Γκολίνο και ο Ούγγρος οπερατέρ της, Γκεργκέλι Ποχάρνοκ, εγκαθιστούν το περιβάλλον, ψαλιδίζουν τις αντιθέσεις, ελέγχουν το κλίμα, αν και δείχνουν να προσθέτουν έντεχνα υλικό που δεν είναι πάντα απαραίτητο ή χρήσιμο στο στόρι.