Η ταινία της βραβευμένης Μαλγκορζάτα Σουμόφσκα ξεκινά με μια ταπεινωτική σκηνή, όπου ένα ημίγυμνο αγριεμένο πλήθος εφορμά σε ένα αχανές σούπερ-μάρκετ για να κερδίσει δωρεάν μια σύγχρονη plasma τηλεόραση, τραβώντας και σπρώχνοντας, σαν ζώα ατάκτως ξεχυμένα στο ιερατείο του υλισμού.

 

Το σχόλιο, χωρίς λόγια και σε εικόνα με αργή κίνηση, είναι δηλωτικό μιας εκμαυλισμένης κοινωνίας, μιας υπαρκτής πλευράς της σημερινής συντηρητικής Πολωνίας, παραδομένης σε ένα πικρό, κακόγουστο όνειρο κατανάλωσης, ευζωίας και ευημερίας που διακόπτεται απότομα από το ελάχιστα ειδυλλιακό ζουμάρισμα σε ένα «καθυστερημένο» χωριό, ξεχασμένο στη θρησκόληπτη μοιρολατρία του και στην ανέμπνευστη καθημερινότητά του.

 

Ο ήρωας του Με άλλο πρόσωπο είναι μια χαρούμενη παραφωνία στον καταπιεσμένο ζόφο του Σβιμπότζιν, ο Γιάτσεκ, ένας 25χρονος εργάτης με μακριά μαλλιά, χεβιματαλάς και παιχνιδιάρης, ένας μπέμπης γίγαντας που απολαμβάνει τη ζωή με τον τρόπο του, χτυπά διπλές βάρδιες στο οικογενειακό κτηνοτροφείο και ένα εργοτάξιο της περιοχής, έχει μια φαινομενικά απελευθερωμένη γκόμενα, την Νταγκμάρα, την οποία και παντρεύεται, αλλά και συγγενείς που γκρινιάζουν, γείτονες που προσπαθούν να τον επαναφέρουν ‒ γενικά ένα περιβάλλον που είτε συμβιβάζεται είτε σχεδιάζει να αποδράσει προς μια βρετανική εμπειρία ευημερίας, σε ένα επίκαιρο σχόλιο για την αναχαιτισμένη ροή μεταναστών στο Λονδίνο, δεδομένου του ανέκδοτου που λέγεται Brexit.

 

Η τέχνη της Σουμόφσκα είναι η σταδιακή καταδίκη της υποκριτικής συμπεριφοράς μέσα από σύμβολα και αναφορές. Η φάτσα (το Mug του πρωτότυπου τίτλου) γίνεται ένας καθρέφτης που κανείς δεν θέλει να έχει μπροστά του, ειδικά οι πιστοί που πρεσβεύουν τη συμπόνια και την αρετή.

 

Η ανεξήγητη κυτταρική ευδαιμονία του Γιάτσεκ ανακόπτεται από ένα πολύ σοβαρό ατύχημα που παρά λίγο να του στοιχίσει τη ζωή: πέφτει από μεγάλο ύψος καθώς εργάζεται στην υπερφιλόδοξη ανέγερση ενός αγάλματος του Ιησού και τσακίζει το πρόσωπό του.

 

Μια μεταμόσχευση, η πρώτη του είδους στην Πολωνία, είναι το τελευταίο στάδιο μιας αργής, αλλά επιτυχημένης ανάρρωσης και με αρκετά θέματα προς παρακολούθηση, καλή υγεία, αγνώριστη ομιλία και πολύ αλλοιωμένα χαρακτηριστικά προσώπου ο πρωταγωνιστής επιστρέφει θριαμβευτικά.

 

Το ότι αναγκάζεται να κάνει ως και διαφημιστικά για να βγάλει τα προς το ζην στην αρχή είναι το λιγότερο: τα διαφορετικά χαρακτηριστικά τού αλλάζουν άρδην τη ζωή ως προς την αντιμετώπιση των γύρω του. Ενώ ο χαρακτήρας του μπουσουλάει με μνήμες της γλυκιάς τρέλας του παρελθόντος, μια τραχιά συνειδητοποίηση του αντικρίσματος που έχει διαβρώνει την ψυχή του.

 

Η τέχνη της Σουμόφσκα είναι η σταδιακή καταδίκη της υποκριτικής συμπεριφοράς μέσα από σύμβολα και αναφορές. Η φάτσα (το Mug του πρωτότυπου τίτλου) γίνεται ένας καθρέφτης που κανείς δεν θέλει να έχει μπροστά του, ειδικά οι πιστοί που πρεσβεύουν τη συμπόνια και την αρετή.

 

Ο Γιάτσεκ γίνεται ένας ντόπιος πρόσφυγας, το οικείο freak μιας κατά βάθος ξενοφοβικής κοινότητας από αυτοαποκαλούμενους ενάρετους πολίτες ‒ μόνο η μονίμως στριγγιά αδελφή του τον περιθάλπει ουσιαστικά.

 

Ακόμη και η κάποτε αγαπημένη του δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο και στο μοτίβο της εικόνας και της ομοίωσης η Σουμόφσκα κάνει πάρτι με την ειρωνεία του αυθεντικού, γρανιτένιου Ιησού που δεσπόζει στη μέση του πουθενά, απογυμνωμένου, λόγω μεγέθους και κλίμακας, από τον ελεήμονα ρόλο του, ακούσιου αυτουργού μιας παρατεταμένης, μικρής τραγωδίας.