Όπως ακριβώς το ομώνυμο τραγούδι του Σπρίνγκστιν (και πηγή έμπνευσης της ταινίας) χρειάστηκε ένα μεταβατικό διάστημα εξέλιξης των στίχων μέχρι να φτάσει στην τελική του μορφή και να ανοίξει το «Born to Run» το 1975, παραμένοντας ως σήμερα ένα από τα αγαπημένα τραγούδια του κοινού του καλλιτέχνη, έτσι και η ταινία του σκηνοθέτη-σεναριογράφου-παραγωγού-πρωταγωνιστή Τζιμ Κάμινγκς χρειάστηκε να παρουσιαστεί πρώτα ως μικρού μήκους μέχρι να φτάσει στην παρούσα μορφή.

 

Αυτό που έγινε, τελικά, είναι ένα από τα πιο αυτοπειθαρχημένα one-man shows που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στο σινεμά, το οποίο περιγράφει ελλειπτικά τη διαρκή μάχη ενός άνδρα με την κατάρρευση που αιωρείται μόνιμα ως απειλή και εμφανίζεται σε στιγμές έντασης ως συναισθηματική διελκυστίνδα μεταξύ ψυχραιμίας και οργής.

 

Ο χαρακτήρας του Τζιμ, χτισμένος στις βάσεις του Αμερικανού outsider, δεν θριαμβεύει ποτέ, κατά το κλισέ του είδους, ούτε όμως στέκεται ηττοπαθής.

 

Κάνει μονίμως βήματα μπρος και πίσω, σαν το χορευτικό που προσπαθεί να πετύχει στην πρώτη σκηνή της ταινίας, μαθαίνει να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του, σκοντάφτει, ξανασηκώνεται και, κυρίως, στέκεται όρθιος μπροστά στον μεγαλύτερο φόβο της ζωής του, να χάσει την κηδεμονία της κόρης του.

 

Ο Κάμινγκς δίνει όλη του την ψυχή στην ιστορία του, που με τόσες εντάσεις θα μπορούσε να οδηγηθεί στη σφαίρα της παρωδίας, αλλά ο ίδιος βρίσκει πάντα την κατάλληλη σκηνή για να την ισορροπήσει, σε μια δημιουργική «μάχη» ανάλογη με αυτήν που δίνει ο ήρωας.