Waiter είναι ο σερβιτόρος αλλά και αυτός που περιμένει. Στην ταινία του Στιβ Κρικρή, ο οποίος εμπνεύστηκε το θέμα από πραγματικό περιστατικό την εποχή που έμενε και εργαζόταν στη Νέα Υόρκη, ο Άρης Σερβετάλης είναι και τα δύο, ο Ρένος που εκτελεί το ωράριο και τις υποχρεώσεις του αγόγγυστα σε ένα πολυτελές καφέ-ρεστοράν, ζει από την καθημερινή ρουτίνα, επιστρέφει στο διαμέρισμά του και ασχολείται με τα «δικά» του, αποξενωμένος, αν και σιωπηρά ικανοποιημένος που δεν έρχεται ποτέ σε πραγματική επαφή με το ζωντανό και υλικό περιβάλλον, έρημος και «αναίσθητος».

 

Η υπερδιακόσμηση της ταινίας υπαγορεύει τις συμπεριφορές, δημιουργεί έναν στεγανό μικρόκοσμο και από την αρχή προμηνύει μια creepy συνέχεια.

Μετά από μακρά αναμονή, πολλά εμπόδια και τεχνικές καθυστερήσεις, στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο ο Κρικρής επενδύει πολύ στην επαναλαμβανόμενη επιφάνεια του ήρωα και στις στιλπνές επιφάνειες των χώρων: τα σκηνικά του αποτελούνται από ψυχρά υλικά και η καλλιέπεια, όσο περιποιημένη και αν φαντάζει, δεν είναι αρκετή από μόνη της για να πληρώσει ένα τεχνητό κενό.

 

Γι' αυτό και, δραματικά και εν μέρει υφολογικά, αλλάζει ταχύτητες με την έλευση ενός μυστηριώδους Ξένου και την ταυτόχρονη εξαφάνιση του αλλοδαπού γείτονα, του Μίλαν, του μόνου με τον οποίο ο Ρένος είχε μια τυπική καλημέρα, εκτός από τον συνάδελφό του στη δουλειά (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος).

 

Η υπερδιακόσμηση της ταινίας υπαγορεύει τις συμπεριφορές, δημιουργεί έναν στεγανό μικρόκοσμο και από την αρχή προμηνύει μια creepy συνέχεια, με αποτέλεσμα το Waiter εξελίσσεται σε ελλειπτικό (με μερικές αδυναμίες στην ανάπτυξή του) νεο-νουάρ που σιγοβράζει από τη στιγμή που ο μοναχικός και φοβισμένος πρωταγωνιστής ξεμυτίζει δειλά από το καβούκι του.

 

Αποδέχεται πρόσκληση σε αμήχανο γεύμα και γοητεύεται από μια μοιραία γυναίκα, κάτι ανάμεσα σε δόλωμα και θύμα.

 

Αναστατώνοντας την τακτοποιημένη εικόνα της έναρξης, ο Κρικρής παίζει με τον χρόνο και τα νοήματα ανάμεσα στις λιγοστές κουβέντες που ανταλλάσσουν δύο βαρείς, αν και εντελώς διαφορετικοί τύποι ανδρών.

 

Αναστατώνοντας την τακτοποιημένη εικόνα της έναρξης, ο Κρικρής παίζει με τον χρόνο και τα νοήματα ανάμεσα στις λιγοστές κουβέντες που ανταλλάσσουν δύο βαρείς, αν και εντελώς διαφορετικοί τύποι ανδρών: ο Ξανθός (Γιάννης Στάνκογλου) υπονοεί μια ολισθηρή φιλία και ο Ρένος μοιάζει διστακτικός στο ενδεχόμενο να προδώσει έναν προσωπικό κώδικα που τον έχει βοηθήσει να επιβιώσει μέχρι τώρα στην άχαρη ζωή του ‒ περισσότερο από το να σπεύσει να κατηγορήσει χωρίς αποδείξεις έναν άγνωστο για ένα έγκλημα που δεν γνωρίζει πραγματικά αν, από ποιον και πότε έγινε.

 

Η σειρήνα Τζίνα τον πυροδοτεί, αλλά οι αντιστάσεις του είναι σθεναρότερες απ' ό,τι παρατηρούμε σε αφθονία στις πρώτες σκηνές του μονοδιάστατου ασκητισμού του.

 

Θα περίμενε κανείς πως ένας τύπος που δεν κάνει τίποτα θα έβρισκε επιτέλους νόημα σε μια ασυνήθιστη ίντριγκα, αλλά ο φόβος αναστέλλει το σκίρτημα και το ένστικτο φιλτράρεται από τις συνήθειες ετών.

 

Εδώ επεμβαίνει ο Άρης Σερβετάλης, ένας κινησιολογικά και δραματικά σπάνιος ηθοποιός, με το ιδιαίτερο χάρισμά του να ενσαρκώνει με λακωνικά εκφραστικά μέσα έκφρασης πλάσματα που δεν έχουν απαραίτητα ολοκληρωθεί ανθρώπινα.

 

Στις απόπειρές του αυτές, είτε στη σκηνή είτε στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη, τους προσδίδει σχεδόν βιωματική ανθρωπιά και μετρημένη συμπόνια.