Everybody knows ότι ο Ιρανός Ασγκάρ Φαραντί είναι σπουδαίος σκηνοθέτης, αλλά στην ταινία με αυτόν ακριβώς τον τίτλο (Το ξέρουν όλοι) ανακυκλώνει ανθρώπινες καταστάσεις και μοτίβα που έχει πραγματευτεί καλύτερα, όπως το παρελθόν και ο χωρισμός, που άλλωστε έχουν βαφτίσει εξαιρετικές δημιουργίες του.

 

Στην ισπανόφωνη επιστροφή του στο Φεστιβάλ Καννών, δύο χρόνια μετά τον θρίαμβο του Εμποράκου (που είχε αποσπάσει βραβείο σεναρίου και ανδρικής ερμηνείας στο φεστιβάλ, αλλά και το δεύτερο ξενόγλωσσο Όσκαρ του) διατάσσει εύστοχα τους τρεις πασίγνωστους πρωταγωνιστές του, τον Χαβιέρ Μπαρδέμ, την Πενέλοπε Κρουζ και τον Ρικάρντο Νταρίν, σε μια ιστορία απαγωγής που παραλλάσσει την εξαφάνιση του Τι απέγινε η Έλι, μείον το μυστήριο και την πιο υπαρξιακή αναζήτηση της υπέροχης ταινίας, μέσω της οποίας θαυμάσαμε το λιτό και ουσιαστικό σινεμά του για πρώτη φορά.

 

Στον δρόμο προς την κάθαρση δεν αποφεύγει το μελό, και μάλιστα με στιγμές που μοιάζουν βγαλμένες από telenovela − αν δεν διέθετε τακτ και γούστο, ο Φαραντί θα είχε γλιστρήσει τελείως προς το μπανάλ.

 

Η Κρουζ επιστρέφει στο πατρικό της μετά από καιρό για έναν συγγενικό γάμο, με τον μικρό γιο και την έφηβη κόρη της − ο σύζυγος έχει μείνει πίσω, στην Αργεντινή. Το χαρμόσυνο γεγονός σύντομα εξελίσσεται σε μια τραγωδία επώδυνης εκκρεμότητας, όταν η κόρη εξαφανίζεται μετά το γαμήλιο πάρτι και μηνύματα στο κινητό της την ειδοποιούν πως αν δεν δώσει άμεσα 300.000 ευρώ λύτρα η γεμάτη ζωή και όνειρα μικρή θα πεθάνει.

 

Ο μόνος που μπορεί να τη βοηθήσει είναι ο καλός της φίλος και πρώην εραστής της (Μπαρδέμ), ο οποίος σκέφτεται να βγάλει στο σφυρί τον επιτυχημένο αμπελώνα που παλιότερα είχε αγοράσει από εκείνη.

 

Το ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι η σταδιακή αποκάλυψη της εμπλοκής μελών της οικογένειας σε ένα πέπλο ηθικής συνωμοσίας και εκατέρωθεν κατηγοριών που καλύπτει τη μικρή κοινότητα, λες και μυστικά ετών έρχονται στο φως μετά από χρόνια αμήχανης, απωθημένης συλλογικής ενοχής.

 

Το ταλέντο του Φαραντί να ξεφλουδίζει με το σταγονόμετρο την ψυχή των χαρακτήρων και να δίνει νέα διάσταση σε φαινομενικά τυχαία σημάδια που δεν έχουν και τόση σημασία στην αρχή, μαζί με τις καλές ερμηνείες των πιο αξιόπιστων και δοκιμασμένων ισπανόφωνων ηθοποιών στον κόσμο, δεν ισοφαρίζει πλήρως την αδυναμία του να μετατρέψει ένα θρίλερ διαλόγων σε ένα δράμα με ένταση και γροθιά, όπως υπαινίσσονται οι καταστάσεις.

 

Στον δρόμο προς την κάθαρση δεν αποφεύγει το μελό, και μάλιστα με στιγμές που μοιάζουν βγαλμένες από telenovela − αν δεν διέθετε τακτ και γούστο, ο Φαραντί θα είχε γλιστρήσει τελείως προς το μπανάλ.