Ο Ράιαν Κούγκλερ, σκηνοθέτης του Κριντ: Η γέννηση ενός θρύλου, μετανάστευσε σε πιο φιλόδοξες περιοχές μετά τον θρίαμβο του Μαύρου Πάνθηρα και ο Στίβεν Κέιπλ, που κάλυψε τη θέση του, συνεχίζει στην ίδια φλέβα με ένα sequel των sequels που μοιράζει χρόνο ανάμεσα στους βασικούς χαρακτήρες και στις δύο πυγμαχικές αναμετρήσεις, την πρώτη, που δραματουργικά σημαίνει την ανασυγκρότηση του Αντόνις Κριντ, και τη μεγάλη, την καπιτάλε, ένα πανηγυρικό διεθνές ματς, αντάξιο των ηρωικών αγώνων που κάποτε έδινε ο Ρόκι Μπαλμπόα.

 

Ο Σιλβέστερ Σταλόνε δηλώνει πάντα παρών και παίζει χαμηλά και στοχαστικά, ακριβώς σαν τον τσακισμένο σοφό που είδαμε πριν από δύο χρόνια και τον έφερε μια ανάσα από το πρώτο του Όσκαρ. Λειτουργεί ως το ψυχολογικό αντίβαρο ενθάρρυνσης και περαιτέρω διαμόρφωσης του γιου του πάλαι ποτέ φίλου και συναθλητή του, του Απόλο Κριντ, ο οποίος, για να θυμίσουμε, είχε πέσει νεκρός από τις φονικές γροθιές του ρωσικού θηρίου του μποξ, του Ιβάν Ντράγκο.

 

Ο ρομποτοειδής Ντολφ Λούντγκρεν επανέρχεται μετά την υποτιθέμενη απαξιωμένη μιζέρια στην οποία περιήλθε ύστερα από την ταπεινωτική ήττα του από τον Ρόκι, κοουτσάροντας τον επίσης άτρωτο, ατσάλινο γιο του, ένα παιδί με πολλά ψυχολογικά τραύματα, κυρίως λόγω της εγκατάλειψή του από την άσπλαχνη, επίσης τέλειας κατασκευής, μητέρα του ‒ ναι, στον ρόλο εμφανίζεται η απαράλλαχτη Μπριγκίτε Νίλσεν και δεν χρειάζεται να αρθρώσει πάνω από μισή κουβέντα.

 

Ο συσσωρευμένος θυμός και η εντυπωσιακή λύτρωση βρίσκονται στην καρδιά του δεύτερου χιπ-χοπ Κριντ, ευτυχώς, όμως, φινέτσα και ευγένεια κρατούν τα προσχήματα και την αξιοπρέπεια σε ένα πλαίσιο που απομακρύνεται από τη χονδροειδή λογική των κατά Ρόκι/Σταλόνε επεισοδίων της απέθαντης σειράς.