Ντεμπούτο για τον Μαρσέλο Μαρτινέσι από την Παραγουάη στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα της Berlinale με τις Κληρονόμους, το θαυμάσιο πορτρέτο δύο γυναικών που διατηρούν σχέση και πρέπει να αντιμετωπίσουν μια σκληρή οικονομική κρίση που οδηγεί τη μία από τις δύο στη φυλακή και την άλλη σε μια αξιοπρεπή, εσωστρεφή απόγνωση.

 

Κι ενώ η Τσικίτα τα καταφέρνει καλύτερα, αν και στη δεινότερη θέση που επιφέρει ο εγκλεισμός, η Τσέλα βιώνει τη μοναξιά με βαριά υπαρξιακή σιωπή, γίνεται σοφέρ, καπνίζει συνέχεια και φαίνεται να περιμένει το θαύμα, αν και αδυνατεί να εκφραστεί επαρκώς, παραλυμένη κοινωνικά και φοβισμένη όσο ποτέ, την ίδια στιγμή που ο σκηνοθέτης αποδίδει ανάγλυφα την παρακμή της ελίτ της χώρας του.

 

Αν και χρεοκοπημένες, οι γυναίκες διατηρούν υπηρέτριες και κάνουν πως δεν συμβαίνει τίποτα για τα μάτια του κόσμου. Παράλληλα με τη γλυκόπικρη, κυμαινόμενη, βαθιά ερωτική σχέση, η ματιά του Μαρτινέσι στην πρωτεύουσα της χώρας του, την Ασουνσιόν, διαπερνά τον στενό κλοιό της ρετρό καλής κοινωνίας και αναδίδει την αύρα μιας εποχής με διαχωρισμούς, υποκρισία, επίφαση καλών τρόπων και επίμονου bullying (πολύ πριν από τη θεσμοθέτηση του όρου).

 

Ο σκηνοθέτης διεισδύει στον μύχιο γυναικείο ψυχισμό, και δη στον εσωτερικό κόσμο της καταπιεσμένης ομοφυλόφιλης που μεγαλώνει αφήνοντας πίσω της ευκαιρίες, κουβαλώντας έναν αδιέξοδο αστικό καθωσπρεπισμό, στριμωγμένο ανάμεσα στη συστολή και στην επιθυμία. Οι Κληρονόμοι σχολιάζουν έξυπνα, σχεδόν σατιρίζουν, έναν επικίνδυνο μικρόκοσμο και συγκινούν. Δίκαιη η Αργυρή Άρκτος και το Βραβείο Ερμηνείας στην Άνα Μπρουν.