Ο συγγραφέας Τζον Μπελέρς είναι παιδί του πολέμου (γεννήθηκε το 1938) και το Σπίτι με το ρολόι στον τοίχο απηχεί την οδύνη της μεγάλης απώλειας, όπως προβάλλεται μέσα από τις περιπέτειες του μικρού ήρωα, ενός ορφανού αγοριού που το 1955 πάει να μείνει με τον θείο του, έναν καλόκαρδο μέτριο μάγο, σε μια παλιά έπαυλη που έχει μια καρδιά που χτυπάει, διότι ο παλιός ιδιοκτήτης έχει τοποθετήσει ένα ρολόι, το οποίο αν ενεργοποιηθεί, θα γυρίσει πίσω τον χρόνο, και υπό μια ευρύτερη έννοια θα γιατρέψει τις πληγές και θα σβήσει το τραύμα που έφερε η καταστροφή.

 

Στη μάχη που θα ακολουθήσει, μετά την αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του θείου και του σπιτιού, θα συμμετάσχουν αντικείμενα που ζωντανεύουν και θα βοηθήσει η γειτόνισσα, μια μάγισσα με ταλέντο, δύναμη και έξτρα κίνητρο, μιας και λέγεται Ζίμερμαν κι έχει χάσει κι εκείνη την οικογένειά της από τους ναζί.

 

Εκτός από την ατμόσφαιρα ήπιας φρίκης για νέα παιδιά που με πολλές αναφορές στη γοτθική λογοτεχνία έχει στήσει ο Μπελέρς, το πραγματικό μυστήριο είναι για ποιον λόγο δεν είχε μεταφερθεί μέχρι τώρα στο σινεμά το συγκεκριμένο βιβλίο που εκδόθηκε το 1973 και επισημάνθηκε από τους «New York Times».

 

Ο Ιλάι Ροθ διατηρεί την εποχή και τις κοινωνικές συμπαραδηλώσεις της αλληγορίας, αλλά δεν τιμά το περιεχόμενο με ιδιαίτερη ματιά ή πρωτότυπη γραφή, όπως, για παράδειγμα, είχε πετύχει ο Τιμ Μπέρτον στο πιο ευκρινώς goth και σίγουρα πιο δραματικής έντασης Μις Πέρεγκριν, που επίσης τοποθετούνταν στον Β' Παγκόσμιο και αφορούσε αντιπαλότητα ενήλικων με μικρούς.

 

Η σκηνοθεσία είναι επίπεδη, ο Τζακ Μπλακ κινείται σε μεσαίες συχνότητες, η Κέιτ Μπλάνσετ δεν έχει ζουμερό ρόλο, ενώ τα εφέ είναι μάλλον φιλικά στα παιδιά του δημοτικού, χωρίς να γίνονται ποτέ θεαματικά ή αρκούντως τρομακτικά.