Γεμάτη άγχος, ώστε να χωρέσει τα περίπου 10 πρωτοκλασάτα ονόματα που έχει στο καστ και τις αλληλοσυγκρουόμενες εκφάνσεις ενός πολυσχιδούς πρωταγωνιστικού χαρακτήρα, η διασκευή του βετεράνου Μπεν Λιoύιν στο ομώνυμο βιβλίο που εξιστορεί όσα έκανε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ένας Εβραίος πρώην αθλητής πατάει πάνω σε δύο συγκεκριμένα στηρίγματα που την κρατούν ζωντανή ως το τέλος.

 

Πρωτίστως, χρησιμοποιεί το λογοπαίγνιο του τίτλου με το Catcher in the rye του Σάλιντζερ, παρουσιάζοντας, όσο μπορεί, τον κεντρικό ήρωα ως μια κατασκοπική εκδοχή του Χόλντεν Κόλφιλντ, με τον Πολ Ραντ να είναι περισσότερο από επαρκής στον ρόλο ενός ανθρώπου που έκανε όσα έκανε γιατί ένιωθε απόβλητος, μην μπορώντας να επενδύσει τα συναισθήματα και την ευρυμάθειά του σε κάτι θετικό.

 

Παράλληλα, στο ψητό της υπόθεσης, τη δολοφονία του Χάιζενμπεργκ που ανατίθεται στον πρωταγωνιστή, ο Λιούιν δανείζεται την αρχή της αβεβαιότητας (του Χάιζενμπεργκ) και το παράλληλο μοντάζ για να την αναπτύξει σε ένα έξυπνο παιχνίδι που ενώνει το έργο των ηρώων με τις πράξεις τους.

 

Οι δύο αυτές βάσεις είναι γερές, όμως ο ρυθμός της ταινίας είναι καταιγιστικός, κάτι που δεν ταιριάζει με την προσωπικότητα που μελετά ούτε με τη φιλόδοξη αφήγηση, φανερώνοντας μια δημιουργική σύγχυση που δίνει την εικόνα περισσότερο μιας χαμένης ευκαιρίας παρά ενός ολοκληρωμένου φιλμ.