Από τις ταινίες που δεν βασίζονται σε διήγημα του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ αλλά εμπνέονται από το σύμπαν που έχτισε επίπονα και επίμονα ο Αμερικανός πρωτομάστορας της φανταστικής φρίκης, το Κουκλόσπιτο του Τρόμου είναι σίγουρα το πιο καραμπινάτο lovecraftian δημιούργημα που έχουμε δει στο σινεμά ‒ μάλιστα, σε μια σκηνή εμφανίζεται κι ένας χαρακτήρας που στο μυαλό της ηρωίδας είναι ο Χ.Φ. Λάβκραφτ αυτοπροσώπως.

 

Αυτό συμβαίνει γιατί η Μπεθ, αδελφή της Βέρα και κόρη της Πολίν, έχει μια εμμονή με τις ιστορίες τρόμου από την παιδική της ηλικία, σκαρώνει stories και φιλοδοξεί να γίνει συγγραφέας του είδους, αλλά σκιάζεται εντελώς ακόμα και στην ιδέα ενός τρομακτικού συμβάντος.

 

Όπερ και εγένετο: το ίδιο βράδυ που η μάνα με τις δυο κόρες της μετακομίζουν στο μπαρόκ, παραμυθένιο σπίτι που κληρονόμησαν από τη θεία, ένας παρανοϊκός δολοφόνος που έχει ψύχωση με τις κούκλες (και το σπίτι είναι γεμάτο από δαύτες...) και ο συνεργός/βοηθός του εισβάλλουν και κυνηγούν τις γυναίκες για να τις βιάσουν και να τις σκοτώσουν.

 

Οι σημαντικές συνδέσεις που επιχειρεί ο Πασκάλ Λοζιέ γίνονται με την ψευδαίσθηση ρεαλισμού σε ένα σύμπαν γεμάτο διόδια, πύλες που ανοίγουν με κόστος, αίμα, οδύνη και επώδυνη εμπλοκή.

Η μητέρα (η γνωστή τραγουδίστρια Μιλέν Φαρμέρ που μιλάει αγγλικά με αδιόρατα ρωσική προφορά, αν και υπονοείται πως είναι ‒τι άλλο;‒ Γαλλίδα) και η μικρή κόρη αντιστέκονται, η Μπεθ ουρλιάζει και φρικάρει, αδυνατώντας να χειριστεί το μέγεθος της κακοποίησης που υφίσταται, και με παρότρυνση της Πολίν το βάζει στα πόδια και δραπετεύει από την τραγωδία.

 

Στη συνέχεια, πολύ έξυπνα, η ταινία προσγειώνεται στο σήμερα, όπου η Μπεθ έχει όντως γίνει συγγραφέας, και μάλιστα πολύ επιτυχημένη, δίνει συνεντεύξεις, είναι οικογενειάρχης, περιζήτητη, φαίνεται ισορροπημένη, αλλά έχει αφήσει έναν λογαριασμό ανοιχτό.

 

Η μάνα και η αδελφή υπάρχουν, ζουν στο ίδιο καταραμένο σπίτι (αυτό είναι αρκετά περίεργο, αλλά έχει λογική στην πλοκή) και επικοινωνούν με την «τυχερή» Μπεθ που το έσκασε, σαν να μιλάνε από άλλον κόσμο. Εκεί ποτίζει η ταινία από Λάβκραφτ και τις αχαρτογράφητες ενδιάμεσες ζώνες που πραγματευόταν, το μυστήριο των εκκρεμοτήτων που επανέρχονται σαν φαντάσματα, αλλά με έναν διογκωμένο, υψωμένο ρεαλισμό που αποδιοργανώνει και, φυσικά, φοβίζει περισσότερο από τα σκέτα τέρατα.

 

Η πραγματικότητά της παραείναι εύθραυστη και ολοκληρωμένη για να είναι αληθινή.

Οι σημαντικές συνδέσεις που επιχειρεί ο Πασκάλ Λοζιέ γίνονται με την ψευδαίσθηση ρεαλισμού σε ένα σύμπαν γεμάτο διόδια, πύλες που ανοίγουν με κόστος, αίμα, οδύνη και επώδυνη εμπλοκή. Όταν η Μπεθ επισκέπτεται τον αιματηρό τόπο του εγκλήματος έχει σχεδόν προειδοποιηθεί.

 

Η πραγματικότητά της παραείναι εύθραυστη και ολοκληρωμένη για να είναι αληθινή. Ο Λαβκραφτ, που έχει επηρεάσει τους πάντες, από τον Στίβεν Κινγκ ως τον Ντελ Τόρο, επέμενε στον πλούτο που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων και στη διπλή όψη των συναισθημάτων. Ήταν ένας ιδιότυπος φαταλιστής και η ταινία ακολουθεί το πνεύμα του.

 

Στις περισσότερες εκφάνσεις της είναι τρομακτική και κυρίως ενοχλητική. Μετά το ατυχές remake που έκαναν οι παραγωγοί που αγόρασαν τα δικαιώματα του Martyrs του, ο Λοζιέ αποφάσισε να γυρίσει το Κουκλόσπιτο απευθείας στα αγγλικά.

 

Το πρόβλημα, το οποίο εμποδίζει το φιλμ από το classic status που αξίζει για την συμπαγή αισθητική και την αντίληψη του φόβου που εγγράφει και μεταδίδει, είναι ακριβώς ο μετριότατος διάλογος, όταν προσπαθεί να «αμερικανίσει» προς τη θεματική της κακοποίησης και την έννοια της ευρύτερα δεμένης οικογένειας.

 

Οι οπτικές λύσεις αποζημιώνουν έναντι του κολλώδους διαλόγου και οι ερμηνείες, ακόμα και της τρελο-Φαρμέρ, είναι πάνω στην κεντρική ιδέα ‒ μάλιστα, από υπερβάλλοντα ζήλο μαζί με κάκιστο υπολογισμό του τεχνικού συνεργείου, η ηθοποιός που παίζει τη μικρή Βέρα, η Τέιλορ Χίκσον, έδωσε κουτουλιά σε ένα τζάμι και μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο του Καναδά, όπου και έφυγε με 70 ράμματα σουβενίρ, με την υπόθεση να βρίσκεται στα δικαστήρια και τον Λοζιέ να μην έχει σχολιάσει.