Οι αδελφοί Σάφντι βουτάνε απνευστί στον κίνδυνο μιας Νέας Υόρκης που μοιάζει με τους κινηματογραφικούς δρόμους του Λιούμετ και του Φρίντκιν, τον κόκκο στην εικόνα και την ιδρωμένη αίσθηση του υποκόσμου που γνωρίσαμε από το σινεμά του νέου κύματος των '70s και που, υποτίθεται, σιγυρίστηκε και σουλουπώθηκε για τα καλά από τον Ρούντι Τζουλιάνι και την παρέα του. Με πρωταγωνιστές δύο αδέλφια ελληνικής καταγωγής, τον μικροαπατεώνα Κονσταντάιν «Κόνι» Νίκας και τον αδελφό του Νικ, ο οποίος πάσχει από αδιευκρίνιστη νοητική υστέρηση, το Good Time, σε παραγωγή των Πάρη Κασιδόκωστα-Λάτση και Τέρυ Ντούγκας, δεν παραπέμπει μόνο στην ειρωνεία του τίτλου, αφού η νυχτερινή τους οδύσσεια δεν έχει τίποτα το αξιοθαύμαστο, αλλά και στην ελάφρυνση της ποινής (do the time, που λένε στη στενή).

 

Το Good Time επισημοποιεί την οριστική απομάκρυνση του Ρόμπερτ Πάτινσον από το σύμπαν των αισθηματικών βαμπίρ

Το αγχωτικό νουάρ, η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία των Μπεν και Τζος Σάφντι που ανδρώθηκαν στην κινηματογραφική κολεκτίβα Red Bucket Films, παρακολουθεί στενά και σφιχτά μια ληστεία, τη φιλότιμη προσπάθεια του Κόνι να βγάλει τον αδελφό του από τη νοσοκομειακή μονάδα παρακολούθησης, μετά τον πανικό και την αποτυχία τους (τρομερός ο Ρόμπερτ Πάτινσον και ο ένας εκ των σκηνοθετών, ο Μπεν, στους αντίστοιχους ρόλους) αλλά και μια δεύτερη ληστεία, μικρότερη, ακόμα πιο αγωνιώδη όμως και επίφοβη, με έναν άσχετο, επίσης μικροεγκληματία να προστίθεται στο κόλπο. Χωρίς να μιλάνε ευθέως για το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται οι underdog (αντι)ήρωες, ανεξάρτητα από την ευρύτητα των ρόλων τους, ούτε και για τα τραυματικά βιώματα που διαμόρφωσαν το πλαίσιο της ζωής του, οι δύο σκηνοθέτες αποσπούν ζουμερές λεπτομέρειες από τον καθένα με αφτιασίδωτη, κασσαβετική αμεσότητα.

 

Ειδικά στη σκηνή όπου ο Κόνι κάνει στάση στο σπίτι μιας τυχαίας, μαύρης γυναίκας και επιστρατεύει τα απομεινάρια της αντοχής και της πονηριάς του για να πείσει τη 16χρονη (εξαιρετική η Τάλια Γουέμπστερ), αρκετά περπατημένη, κι ας μην της φαίνεται, εγγονή της να τον βοηθήσει και να κρατάει τσίλιες όσο εκείνος μπαίνει σε ένα «σημαδεμένο» λούνα παρκ λέει πολλά για την ταυτότητα και κυρίως τη θέση που διεκδικούν οι καταφρονεμένοι διαφορετικών ταχυτήτων, μόνο με οπτική αφήγηση και τον απολύτως απαραίτητο διάλογο. Μεταξύ των χαμένων από χέρι, ειλικρίνεια... Το Good Time επισημοποιεί την οριστική απομάκρυνση του Ρόμπερτ Πάτινσον από το σύμπαν των αισθηματικών βαμπίρ του Twilight σε ένα αξέχαστο πορτρέτο γκρίζου και συνεχώς καταδιωκόμενου που φαίνεται παγιδευμένος σε ένα ντόμινο κακών αποφάσεων, αλλά διατηρεί τη συνείδησή του και διακρίνει το λιγότερο κακό από το ολοσχερώς επικίνδυνο.