Ένα πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα περιρρέουσας φρίκης σε έναν κόσμο ματαιωμένο από έναν εκφυλιστικό, φονικό, μεταδοτικό ιό δεν εξελίσσεται σε δράμα που ουσιαστικά βγάζει νόημα για το είδος της απειλής και την επίδρασή της, πέρα από το προφανές, δηλαδή τον φόβο γενικά, και την περιχαράκωση, λόγω της μόλυνσης, στο στενό πλαίσιο μιας μικρής ομάδας ή οικογένειας που αποκλείει οποιονδήποτε ξένο ως δυνητικό κίνδυνο-θάνατο. Η φύση της συγκεκριμένης απειλής ορθώς δεν αποκαλύπτεται και είναι στις προθέσεις του σκηνοθέτη Τρέι Έντουαρντ Σουλτς να αφήσει κρυφό τον «μπαμπούλα», τοποθετώντας το ενδιαφέρον του σε μια βαριά σκιά που αργεί να εκδηλωθεί και τρέφεται από την αμφιβολία που σπέρνει στα θύματα. Αποφεύγοντας, λοιπόν, τις μεγάλες εντυπώσεις και τα μεταφυσικά ερωτηματικά, η λιγοστή δράση παραμένει εντός των τειχών, ξεχασμένη σε ένα τυπικό αγροτικό περιβάλλον, με ένταση στα κόκκινα που διακόπτει τις σιωπές και την παρατεταμένη αναμονή. Το υπαρξιακό κομμάτι, ωστόσο, δεν απογειώνεται ποτέ, σαν μια εσωτερική θύελλα που προβλέπεται και τελικά δεν εκδηλώνεται.