Ο Λικ Μπεσόν προκήρυξε έναν διαγωνισμό δημοκρατικής συμμετοχικότητας, με το αζημίωτο και πάντα για το συμφέρον του, προσκαλώντας θαρραλέους και ανοιχτόμυαλους νέους να οραματιστούν οτιδήποτε θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο στη σύλληψη και τον σχεδιασμό και να ενταχθεί στο σύμπαν του «Βαλέριαν», της πιο φιλόδοξης και ακριβής παραγωγής που έβγαλε η γαλλική κινηματογραφία. Με δεδομένη τη μαγιά, το αγαπημένο στους Γάλλους κόμικ των Κριστέν-Μεζιέρ από τα '60s, και τα 150 εκατομμύρια ευρώ που διατέθηκαν μόνο για την παραγωγή, το αποτέλεσμα υπολείπεται σημαντικά των προσδοκιών – και δεν μιλάμε για τις εισπράξεις. Με τέτοια κλίμακα και σε τόσο μεγάλο μέγεθος, ο Μπεσόν δεν θα μπορούσε ή, μάλλον, ακόμη κι αυτός δεν θα τολμούσε να το γυρίσει σε παρωδία της περιπέτειας επιστημονικής φαντασίας ή να κατευθυνθεί αυτόματα προς την cult πλευρά του είδους. Το cult, τελικά, το πιστοποιεί και το δικαιώνει ο χρόνος και, δυστυχώς, η φαντασία των δόκιμων κινηματογραφιστών που στρατολόγησε για να κάνει τις περιπέτειες του στρατιώτη του Διαστήματος και της αγαπημένης του Λορελίν οπτικά μοναδικές είναι μεν busy σε λεπτομέρειες και κολπάκια, αλλά στερούνται πρωτοτυπίας. Κοντολογίς, ο «Βαλέριαν» είναι μια πολύχρωμη, παιχνιδιάρικη παραλλαγή δεκάδων άλλων συναφών sci-fi δράσης, σαν ζουζουνιστό υποκεφάλαιο του «Πολέμου των Άστρων», όπου η συνεχής κίνηση υποκαθιστά την ουσία ενός ρομάντσου που παίρνει συνεχώς αναβολές με άσκοπες και ανιαρές παρακάμψεις.

 

Μόνο η Ριάνα, στον ρόλο μιας ανασφαλούς και άμορφης εξωγήινης, η οποία τραγουδάει σε καμπαρέ και δηλώνει πρόθυμη να παίξει όποιον ρόλο της ζητήσουν, ακόμη και τα άπαντα του Σαίξπηρ, λάμπει με την πιπεράτη ομορφιά της, σαγηνεύει με το μπρίο που της βγαίνει σχεδόν αβίαστα και αξιοποιεί πλήρως τα λίγα λεπτά της παράστασής της

 

Παρά τις τρύπες του «Πέμπτου Στοιχείου», η σύγκριση είναι υπέρ της παρθενικής απόπειρας του Γάλλου über σκηνοθέτη, γιατί ο Βαλέριαν και η Λορελίν δεν έχουν πολλά να πουν και τίποτα καινούργιο να προσθέσουν στη διαγαλαξιακή διαδρομή τους, αφήνοντας τις μικρές εκπλήξεις στους περιφερειακούς. Ο Ίθαν Χοκ, ο Μισέλ Σαμπά και ο Χέρμπι Χάνκοκ –ναι, ο μη εξαιρετέος γίγαντας της τζαζ– απλώς επισκέπτονται τις σκηνές τους ντυμένοι με τα καλά τους ή αγνώριστοι κάτω από αλά Τέρι Γκίλιαμ μεταμφιέσεις, ο Κλάιβ Όουεν δεν αναπτύσσεται με ενδιαφέρον και μόνο η Ριάνα, στον ρόλο μιας ανασφαλούς και άμορφης εξωγήινης, η οποία τραγουδάει σε καμπαρέ και δηλώνει πρόθυμη να παίξει όποιον ρόλο της ζητήσουν, ακόμη και τα άπαντα του Σαίξπηρ, λάμπει με την πιπεράτη ομορφιά της, σαγηνεύει με το μπρίο που της βγαίνει σχεδόν αβίαστα και αξιοποιεί πλήρως τα λίγα λεπτά της παράστασής της, αντίθετα με το στραπάτσο του ντεμπούτου της στο «Battleship».