Το να πει κανείς πως η κινηματογραφική μεταφορά του «Baywatch» πνίγεται σε μια κουταλιά νερό από τη ρηχότητα είναι ένα εύκολο λογοπαίγνιο, αλλά όχι πιο φτηνό συγκριτικά με τον ωκεανό (συγγνώμη) ανοησίας που κατακλύζει το εμβληματικό παραλιακό σκηνικό που έκανε πασίγνωστη τη σειρά που κυριάρχησε σε ολόκληρη τη δεκαετία του '90. Καταλαβαίνω πως πολλοί και πολλές γύρω στα 30 πλέον περνούσαν ευχάριστα, ξεδιάντροπα ανώδυνα απογεύματα μπροστά στις τηλεοράσεις τους χαζεύοντας καμπύλες, κοφτά μαγιό, βουτιές και καμάκι στο by the way, με την Πάμελα Άντερσον, τον Ντέιβιντ Χάσελχοφ και τα νεαρά καυτά κορίτσια και αγόρια στην άμμο. Ειλικρινά, ωστόσο, η πλοκή ήταν ίσως ακόμα πιο χάρτινη κι από τα απίστευτα σίριαλ της δεκαετίας του '70, τα glamorous αστυνομικά τύπου «Άγγελοι του Τσάρλι», όπου τρεις στολισμένες ντετέκτιβ κι ένας άχρηστος που νόμιζε πως είχε χιούμορ έψαχναν να βρουν ποιος ήταν ο δολοφόνος με νεροπίστολα, μαντεψιές και μεταμφιέσεις της πλάκας, με τα ψέματα δηλαδή.

 

 

Σε μια εποχή που η τηλεόραση επελαύνει και βάζει κάτω τη δραματουργία του σινεμά, η ψυχαγωγία της μεγάλης οθόνης που υπηρετεί το «Baywatch» με δανεικά από τα χειρότερα, μη ανακυκλώσιμα, επικίνδυνα για το μυαλό, υλικά της μικρής είναι προσβλητική και υποτιμητική

 

Το Baywatch του Σεθ Γκόρντον, με σενάριο που βγήκε από κιμαδομηχανή και εικόνες προγραμματισμένες από ρομπότ, παρά τα μεταμοντέρνα κλεισίματα ματιού (δελφίνια χορεύουν στον αέρα, ξανθιές τρέχουν σε σούπερ αργή κίνηση), βρίθει από πόζα και φιγούρα, bro, man, go go go και χαιρετισμούς με γροθιά, ατάκες του συρμού σε ρυθμό πολυβόλου, με τον Ζακ Έφρον μασκαρεμένο γυναίκα σε μια σκηνή που μπορεί να μείνει στην ιστορία ως το χειρότερο makeover που δεν είχε σχέση με Απόκριες, καταδιώξεις και τσίλιες που μόνο μεθυσμένοι γραφιάδες μπορεί να φαντάστηκαν, δράση που δεν στέκει ούτε σε επιστημονική φαντασία, έρωτες στο φτερό που διακόπτονται από εξυπνάδες που είχα να ακούσω από τα '90s και μια γενικότερη αναβάθμιση σε ακατάλληλη γλώσσα, που ενώ έχει προφανή πρόθεση να μαγκέψει το έργο, να κολακέψει τους νεότερους και να απευθυνθεί ευθέως στους παλιούς φαν που μεγάλωσαν και φαντασιώθηκαν με το σίριαλ, το κάνει να ηχεί σαν στριγκό κακέκτυπο από το ανεκδιήγητο ισραηλίτικο εφηβικό sexploitation Γρανίτα από Λεμόνι, που κι αυτό είχε ψευτοπιπεράτες λεπτομέρειες («ωχ, πιάστηκε το πουλί μου στην ξαπλώστρα...»), άπειρα τραγούδια στο soundtrack (εδώ, μέχρι να ολοκληρωθούν οι τίτλοι αρχής, ακούγονται 3 τουλάχιστον) και μεγάλη επιτυχία στα ταμεία. Κανείς δεν φταίει, όπως ίσως έχουμε ξαναπεί, για την ποπ των παιδικών του χρόνων, αλλά σίγουρα η στυγνή, ανέμπνευστη, θορυβώδης εκμετάλλευσή της χαλάει ακόμη και την camp, αθώα ανάμνηση της πρωτότυπης βλακείας. Σε μια εποχή που η τηλεόραση επελαύνει και βάζει κάτω τη δραματουργία του σινεμά, η ψυχαγωγία της μεγάλης οθόνης που υπηρετεί το «Baywatch» με δανεικά από τα χειρότερα, μη ανακυκλώσιμα, επικίνδυνα για το μυαλό, υλικά της μικρής είναι προσβλητική και υποτιμητική. Ε, ναι, λοιπόν, το Baywatch βυθίζεται αύτανδρο...