Όλα στην αρχή δείχνουν να κυλούν σαν ένα όμορφο παραμυθάκι στο «Life». Μια ομάδα 6 επιστημόνων που διαθέτει το απαιτούμενο diversity και συγχρηματοδοτείται από ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα ενώνεται για να παραλάβει υλικό που έχει σταλεί από τον Άρη για να εξετάσει το ενδεχόμενο ύπαρξης ζωντανών οργανισμών εκεί. Μέσα σε όλα αυτά που βρίσκει, υπάρχει κι ένας μονοκυτταρικός οργανισμός που χρήζει περαιτέρω μελέτης – στη Γη επικρατεί ενθουσιασμός, ένα σχολείο τού δίνει το όνομα Κάλβιν, ενώ, όσο συμβαίνουν αυτά, ένας από τους επιστήμονες βλέπει τη σύζυγό του να γεννά και οι υπόλοιποι του χαρίζουν το παιδικό βιβλίο «Goodnight Moon», το οποίο φαίνεται να είναι εξίσου χρήσιμο και για τους ίδιους. Σε αυτήν τη γιορτή της επιστήμης και της ανθρωπότητας εν γένει, ο Κάλβιν αποδεικνύεται λιγότερο συνεργάσιμος απ' ό,τι περίμεναν όλοι, καθώς αρχίζει να μεγαλώνει επικίνδυνα κι έχει πια την ανάγκη να τρέφεται από άλλους ζωντανούς οργανισμούς για να επιταχύνει την ανάπτυξή του. Μέσα σε μια στιγμή μετατρέπεται από αντικείμενο άξιο θαυμασμού σε θανάσιμο εχθρό, με το πλήρωμα να αντιμετωπίζει δύο προκλήσεις: αφενός τη σωτηρία του, αφετέρου την επιστροφή του στη Γη χωρίς τον ξένο οργανισμό. Κάπου εκεί αρχίζουν ουσιαστικά οι απαιτήσεις από το δίδυμο των σεναριογράφων του «Deadpool» και τον σκηνοθέτη Ντανιέλ Εσπινόζα που φιλοδοξούσαν να φτιάξουν το νέο «Alien», παρά το ότι αυτήν τη δουλειά φαίνεται να την έχει πάρει εργολαβία ο Ρίντλεϊ Σκοτ, με τα σύγχρονα prequels που φτιάχνει.

 

Όπως περίπου έγινε στον «Προμηθέα», έτσι κι εδώ αφιερώνεται χρόνος στο ξεκίνημα για να τονιστούν η σημασία της πρώτης επαφής με κάτι ξένο, το άγχος που προκαλεί κάτι τέτοιο αλλά και η επαναξιολόγηση της ιστορίας του πλανήτη μας, έχοντας πια ως δεδομένο ότι δεν ήμασταν μόνοι.

 

Αυτή η φιλοδοξία είναι όμως κι ένας ωραιοποιημένος τρόπος για να αποφύγουν οι δημιουργοί να καταπιαστούν με πιο απαιτητικές σεναριακές ιδέες. Όπως περίπου έγινε στον «Προμηθέα», έτσι κι εδώ αφιερώνεται χρόνος στο ξεκίνημα για να τονιστούν η σημασία της πρώτης επαφής με κάτι ξένο, το άγχος που προκαλεί κάτι τέτοιο αλλά και η επαναξιολόγηση της ιστορίας του πλανήτη μας, έχοντας πια ως δεδομένο ότι δεν ήμασταν μόνοι. Τέτοια θέματα, ωστόσο, δεν λύνονται με διαλόγους των δύο λεπτών που κόβονται απότομα γιατί πλέον υπάρχει αλλαγή genre, με ένα τέρας να κυνηγά ανθρώπους σε διαστημικό σταθμό. Η μετατροπή του Κάλβιν είναι η εύκολη λύση για μια ταινία μεγάλου κοινού, καθώς πετάει στα σκουπίδια το όποιο φιλοσοφικό υπόβαθρο υπήρχε ως τότε (ή, στη χειρότερη περίπτωση, μας λέει πως κακώς μπλέξαμε με τις εκτός πλανήτη αναζητήσεις) και επενδύει σε ένα κρεσέντο ηρωισμού με ήρωες έτοιμους να θυσιαστούν για το καλό του πληρώματος.

 

Κοινώς, το έργο του «Life» το έχουμε ξαναδεί και μάλλον πολύ καλύτερα γυρισμένο. Οι καλές του στιγμές βρίσκονται συνήθως στην όρεξη και στην αντίθεση των ηθοποιών, από τον σαματατζή Ράιαν Ρέινολντς ως τον εσωστρεφή Τζέικ Τζίλενχαλ, ο χαρακτήρας του οποίου, αυτός ενός απογοητευμένου ανθρώπου που επιζητεί την παραμονή στο Διάστημα, μοιάζει να έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε σχέση με τους υπόλοιπους. Ο χώρος δράσης, ένας λαβυρινθώδης διαστημικός σταθμός, δημιουργεί κλειστοφοβικό κλίμα, ειδικά από τη στιγμή που περιέχει έναν οργανισμό που διαθέτει ευφυΐα και μπορεί να χώνεται σε σωλήνες και αεραγωγούς προκειμένου να κόψει δρόμο για να φτάσει στα υποψήφια θύματά του, ενώ ο τρόμος που δημιουργεί αυτή η κατάσταση φαίνεται να είναι ο οδηγός των δημιουργών για ένα φινάλε-έκπληξη με σαφή απαισιοδοξία, που ολοκληρώνει μια καλώς εκτελεσμένη, αλλά μάλλον χλιαρή, μείξη ειδών, η οποία περισσότερο υπόσχεται παρά προσφέρει στον θεατή.