Μία από τις χειρότερες ταινίες που διαγωνίστηκε ποτέ στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών κάνει την εμφάνισή της στις αίθουσες, υπενθυμίζοντας πως ικανοί καλλιτέχνες, όπως ο Σον Πεν στη σκηνοθεσία και η Σαρλίζ Θερόν με τον Χαβιέ Μπαρδέμ στους ρόλους των γιατρών (του κόσμου, χωρίς σύνορα, σε φτυστή παραλλαγή), υποπίπτουν σε ολέθριο λάθος όταν μπερδεύουν τα πολιτικά με τα προσωπικά, επιλέγοντας την οδό της ανθρωπιστικής ελεημοσύνης. Γιατί εκεί που το Moonlight έδειξε περίτρανα πώς το αμερικανικό σινεμά, που ιστορικά δεν αντέχει να αφηγηθεί πολιτικές συγκρούσεις, αν δεν τις φιλτράρει μέσα από το ανθρώπινο δράμα, παίρνει το βίωμα των Μακρέινι και Τζένκινς και το μετατρέπει σε μια οικουμενική χειρονομία συμπαράστασης και κουράγιου, το Last Face φανερώνει την πιο απογοητευτική έκφανση της προοδευτικότητας του Χόλιγουντ. Στη βαθιά, βασανισμένη Αφρική, στο Σουδάν, στη Λιβερία και στη Σιέρα Λεόνε, το θέατρο του πόνου εκατομμυρίων παιδιών που υποφέρουν χρησιμεύει ως παρενθετικό σκηνικό για το πάθος του ματαιωμένου έρωτα ανάμεσα στη Ρεν και στον Μιγκέλ. Ο Πεν, που μετά το Into the Wild παρεμβαίνει περισσότερο στην πλοκή με την κάμερα και το μοντάζ, εντείνει όσο μπορεί ένα στόρι με περιορισμένο ενδιαφέρον, κλειστό και θνησιγενές, που φτάνει στα όρια της αφέλειας, ειδικά στον χαρακτήρα του Doctor Love, όπως τον ιχνογραφεί ανάρια ο Ζαν Ρενό. Ουσιαστικά, το Last Face μοιάζει με ένα ρομαντικό δράμα της κλασικής περιόδου του Χόλιγουντ, όπου δύο φωτογενείς ηθοποιοί δεν ρίχνονται στη μάχη προδομένοι με το «καλημέρα», όπως η Μαριόν Κοτιγιάρ και ο Μπραντ Πιτ στους Συμμάχους, αλλά προσποιούνται τους αναστατωμένους, υπεύθυνους ακτιβιστές που νοιάζονται στο μέτρο των ανθρώπινων και επιστημονικών δυνατοτήτων τους, ενώ το μόνο που θέλουν είναι να μην αισθάνονται τύψεις για τις επιθυμίες τους.