Στην πρώτη σκηνή του δεύτερου μέρους του Trainspotting ο Ρέντον σωριάζεται στον διάδρομο ενός γυμναστηρίου. Επιστρέφοντας στο Εδιμβούργο, βρίσκει τον Σπαντ ερείπιο, να παλεύει στην άνιση μάχη του με την εξάρτηση από την ηρωίνη, και τον Sick Boy να ασχολείται με εκβιασμούς και άλλες βρομοδουλειές, για να συντηρηθεί όπως-όπως, την ίδια στιγμή που ο Φρανκ ο τρελός εκτίνει ποινή 20 ετών κάθειρξης στη στενή, αφρίζοντας στην είδηση πως ο μισητός του φιλαράκος τους τίμησε μετά από τόσον καιρό. Με τον Sick Boy σε πιο ήπια κατάσταση, όλοι πληρώνουν, με διαφορετικό τρόπο, το τίμημα της άγριας νεότητας και ο Rent Boy λειτουργεί ως το φάντασμα που γύρισε στον τόπο του εγκλήματος για να αναμοχλεύσει τις αναμνήσεις της πιο ένδοξης εποχής μιας βαρετής ζωής σε μια βαρετή πόλη, αλλά και να ξεσκονίσει τη δράση. Ποντάροντας περισσότερο στο τοξικό και όχι στο ταξικό περιβάλλον, ο Μπόιλ τραβάει από τα μαλλιά την πλοκή για να δικαιολογηθεί η συνάθροιση της παρέας, αλλά το κάνει με γούστο και τη γνώριμη επιδεξιότητά του, με πολλή μουσική και την επίγνωση πως, ακριβώς δυο δεκαετίες μετά, τα κουρασμένα παλικάρια του δεν έβαλαν μυαλό, ούτε απέκτησαν ξαφνικά συνείδηση (αφού τους λείπει η υποδομή και η ραχοκοκαλιά), αλλά γνωρίζουν πως τα περιθώρια είναι πλέον στενά και κάθε στραβοτιμονιά μπορεί να είναι η τελευταία.