Ο Στίβεν Γκέιγκαν, βραβευμένος με Όσκαρ για το σενάριο του Traffic και σκηνοθέτης του Syriana, επιστρέφει με μια αληθινή ιστορία, την οποία μετέφερε δραματουργικά μια δεκαετία νωρίτερα, στα άπληστα '80s, ακριβώς για να ταιριάζει καλύτερα στο κυνήγι του πλουτισμού που τροφοδότησε το χρυσοφόρο όνειρο του τυχοδιώκτη Κένι Γουέλς. Ο Γουέλς (χαρακτήρας που βασίζεται στον πρόεδρο της εταιρείας Bre-X, Ντέιβιντ Γουόλς) κληρονόμησε από τον πατέρα του την τέχνη και το ρίσκο του επιχειρείν στην εξόρυξη μεταλλευμάτων και άδραξε μια ευκαιρία της τελευταίας στιγμής από τον γεωλόγο Μάικλ Ακόστα, για να βρει μαζί του χρυσάφι στα δάση και τα ποτάμια των Φιλιππίνων – η ταινία γυρίστηκε στην Ταϊλάνδη και πέρασε από πολλά χέρια, όπως του Μάικλ Μαν και του Σπάικ Λι, πριν καταλήξει στον Γκέιγκαν. Η περιπέτεια του Γουέλς έχει πολλές εκκινήσεις και ακόμη περισσότερες τρικλοποδιές: το κυνήγι του θησαυρού είναι καθαρός τζόγος, η άδεια είναι μια βρόμικη υπόθεση με πολιτικές διασυνδέσεις (αφεντικό της χώρας ήταν τότε ο παντοδύναμος Σουχάρτο, τη δράση του οποίου γνωρίσαμε από τα Επικίνδυνα Χρόνια του Πίτερ Γουίαρ) και η είσοδος της εταιρείας στο χρηματιστήριο, μετά τα πρώτα ευρήματα, μοιάζει με τρενάκι του τρόμου, διότι οι πλουτοκράτες του χώρου ενοχλούνται και τα συμφέροντά τους θίγονται, όσο οι μετοχές εκτοξεύονται στον ουρανό.

 

Ο Αμερικανός ηθοποιός εφαρμόζει την τεχνική του (που βρίσκεται στα όρια της μανιέρας, αλλά καταφέρνει να διασωθεί, και μάλιστα να διορθώνει τις όποιες αδυναμίες της ταινίας) για να δώσει ελαφρυντικά στον κλασικό Αμερικανό που πέφτει στην παγίδα της φιλοδοξίας του

 

Παρά τις λογιστικές και πολιτικές παραμέτρους που υπολογίζονται στην ταινία από τον Γκέιγκαν, ο οποίος μας είχε δείξει πως έχει συνείδηση του κοινωνικού περιβάλλοντος που επηρεάζει του ήρωές του, το Gold είναι βασικά όχημα για τον Μάθιου Μακόναχεϊ, που ως τηλεοπτικός πάστορας κηρύσσει το κέρδος, αγιάζοντας τον σκοπό του με τη γλυκιά εκπλήρωση της χίμαιρας – πουλάς την επιχείρησή σου, αλλά όχι το όνειρο σου, όπως λέει κι ο ίδιος όταν έχει φτάσει στο απροχώρητο και τον κυνηγάνε οι πάντες. Ο βραβευμένος με Όσκαρ για το Dallas Buyers Club είναι εδώ αγνώριστος, παχουλός και καραφλός, και φοράει τη μάσκα του ενθουσιώδους απελπισμένου, του ανθρώπου που μεθάει από την προοπτική του θριάμβου (και από το άφθονο αλκοόλ, οπωσδήποτε) και φτάνει στο σημείο να πιστεύει ακράδαντα το bullshit που μεταδίδει στο κοινό του. Ο Αμερικανός ηθοποιός εφαρμόζει την τεχνική του (που βρίσκεται στα όρια της μανιέρας, αλλά καταφέρνει να διασωθεί, και μάλιστα να διορθώνει τις όποιες αδυναμίες της ταινίας) για να δώσει ελαφρυντικά στον κλασικό Αμερικανό που πέφτει στην παγίδα της φιλοδοξίας του, που τυφλώθηκε από την επιτυχία του και δεν διέκρινε τον επίλογο της θρυλικής περιπέτειας που θέλησε να υπογράψει, παρακάμπτοντας την τελεία για χάρη του παραπανίσιου thrill. Γνωστό το μοτίβο, καλοφτιαγμένη η ταινία, αλλά με τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον Θησαυρό της Σιέρα Μάντρε.