Μια στρατιά ικανότατων ηθοποιών υπηρετεί το συναισθηματικό ευαγγέλιο του Γουίλ Σμιθ ή, αλλιώς, την αντίληψή του για την πνευματική εκδοχή του χολιγουντιανού δράματος, όπως την ξεκίνησε στο Κυνήγι της Ευτυχίας και τη συνέχισε με τις Επτά Ζωές, αμφότερα του Γκαμπριέλε Μουτσίνο, με μια γερή δόση new age φιλοσοφίας και μια ελαφριά, στα όρια της αφέλειας, αντίληψη της τραγωδίας. Ο Χάουαρντ χάνει την κόρη του και καταντά η σκιά γεμάτου αυτοπεποίθηση άνδρα που υπήρξε, προβληματίζοντας βαθιά τους φίλους και συνεταίρους του στη δουλειά, οι οποίοι τολμούν να τον παρακολουθήσουν στην απέλπιδα προσπάθειά τους να τον βγάλουν από το τέλμα της άρνησης και της αδράνειας. Βρίσκουν, λοιπόν, πως αντί να πενθήσει και να ξεσπάσει, γράφει οργισμένες επιστολές στον χρόνο, στην αγάπη και στον θάνατο και τι κάνουν; Προσλαμβάνουν τρεις άγνωστους ηθοποιούς που παλεύουν να ανεβάσουν μια παράσταση σε ένα θεατράκι, για να παίξουν όσο πιο πειστικά μπορούν... τον Χρόνο, την Αγάπη και τον Θάνατο, και να έρθουν αντιμέτωποι με τον Χάρολντ, παρακινώντας τον να αναμετρηθεί με τη φυσική παρουσία των εννοιών που προφανώς επιθυμεί να εγκαλέσει. Η Κίρα Νάιτλι, πρώτη απ' όλους, δεν πιστεύει λέξη απ' όσα λέει, στη χειρότερη ερμηνεία της καριέρας της, ενώ η Έλεν Μίρεν (ο Χάρος με τα μπλε) βάζει στον αυτόματο το ταλέντο της, όπως κάνει και ο Έντουαρντ Νόρτον με την Κέιτ Γουίνσλετ (οι φίλοι), σκάβοντας φιλότιμα στα έγκατα του ρεπερτορίου τους κάθε ικμάδα καλής προαίρεσης σε αυτή την άνιση μάχη του κυνισμού με την καρτποσταλική ειλικρίνεια. Πέρα από το απίθανο τρικ των ρόλων, το μοναδικό ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτό το αποτυχημένο πείραμα τόνου και πρόθεσης από τον Ντέιβιντ Φράνκελ (Ο Διάβολος φοράει Πράντα) είναι η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Γουίλ Σμιθ και τη Νεϊόμι Χάρις, η οποία υποδύεται μια γυναίκα που έχει επίσης χάσει το παιδί της και παρηγορεί ομοιοπαθείς σε μια ομάδα υποστήριξης πόνου. Ακόμη κι εκεί όμως, ο κολλώδης χειρισμός της λύπης ακυρώνει τη σοβαρότητα της απώλειας.