Υποψιασμένη για τη μετατόπιση που σηματοδότησε η 11η Σεπτεμβρίου στα ατομικά δικαιώματα και την πολιτική ευθύνη, η Λόρα Πόιτρας εξερεύνησε τους κλυδωνισμούς και τις συνταγματικές αυθαιρεσίες με δύο ντοκιμαντέρ που προηγήθηκαν του βραβευμένου με Όσκαρ «Citizenfour». Η ερευνητική της συμπεριφορά είχε θορυβήσει ήδη τις Αρχές και οι έλεγχοι που της επιβάλλονταν όποτε επιχειρούσε να περάσει τα σύνορα των ΗΠΑ για δουλειά έδειχναν διαθέσεις σχεδόν μηδενικής ανοχής από τους ενημερωμένους για τη δράση της αξιωματούχους. Ένα mail που της ζητούσε το κλειδί της για να της περάσει πληροφορίες στάθηκε η αφορμή για να ξεκινήσει το πιο επικίνδυνο, για την ασφάλεια όλων των εμπλεκομένων όπως το χαρακτηρίζει η ίδια, κινηματογραφικό τμήμα της άτυπης τριλογίας της πάνω στην εσφαλμένη εφαρμογή των αντιτρομοκρατικών μέτρων από μια Αμερική που αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τον φόβο, να επικηρύξει τους αντιρρησίες και να αμαυρώσει το ηθικό μητρώο των σκεπτικιστών αλλά και των κοινωνικά σκεπτόμενων.

 

Το bonus στο «Citizenfour» είναι πως η ιστορία του άγνωστου καταδότη μέσα από την καρδιά της CIA δεν συνέβη κατά τη διακυβέρνηση του ακατονόμαστου (του Μπους του νεότερου, που είχε πάθει ανοσία από τις βολές των, υποτίθεται, αριστερών υπονομευτών του πολιτεύματος) αλλά επί Μπαράκ Ομπάμα και αφορούσε την παρακολούθηση και την ασφάλεια των προσωπικών, συνεπώς και απόρρητων δεδομένων. Χωρίς να έχει γίνει επίσημη άρση των ελευθεριών, όπως επισημαίνεται από τον investigative reporter Γκλεν Γκρίνγουολντ στην αρχή της ταινίας, και με τις επίσημες Αρχές να μην έχουν παραδεχθεί απολύτως τίποτε δημοσίως, η Πόιτρας τσέκαρε την εγκυρότητα της πηγής της για να αποφύγει τις παγίδες και προκάλεσε τη συνάντηση με τον Έντουαρντ Σνόουντεν, μαζί με έναν δημοσιογράφο του «Guardian», στο Χονγκ Κονγκ.

 

Το «Citizenfour» χτίζει υπομονετικά και διεξοδικά το σασπένς, μαζεύοντας στοιχεία και πρόσωπα με θεματική δύναμη, σεναριακή συνεκτικότητα και αφομοιωμένη πλαστικότητα, και κλιμακώνεται στην ιστορική συνέντευξη, το υλικό της οποίας αποτελεί τη δομική βάση για το πρόσφατο «Snowden» του Όλιβερ Στόουν.

 

Περισσότερο συγγενές με το κλίμα παράνοιας και μυστικοπάθειας του «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου» του Άλαν Πάκουλα, και γενικά με το μετα-ψυχροπολεμικό κλίμα των ανάλογων αποκαλυπτικών θρίλερ μυθοπλασίας της δεκαετίας του '70 από τη νεότερη γενιά των Αμερικανών κινηματογραφιστών, το «Citizenfour» χτίζει υπομονετικά και διεξοδικά το σασπένς, μαζεύοντας στοιχεία και πρόσωπα με θεματική δύναμη, σεναριακή συνεκτικότητα και αφομοιωμένη πλαστικότητα, και κλιμακώνεται στην ιστορική συνέντευξη, το υλικό της οποίας αποτελεί τη δομική βάση για το πρόσφατο «Snowden» του Όλιβερ Στόουν. Ο Στόουν δεν αποφεύγει τον αγαπημένο του πειρασμό της ψυχανάλυσης στον κεντρικό χαρακτήρα, με όλα τα φλασάτα τερτίπια που συχνά επιστρατεύει για να δελεάσει τον θεατή, παρασύροντάς τον σε ένα τσουνάμι ανισόπεδων εικόνων και ζαλιστικών data, ενώ η Πόιτρας αφήνει τις ωμές πληροφορίες να δημιουργήσουν την πλοκή, οργανώνοντας και μοντάροντας σαν να πρόκειται για ταινία και όχι ένα ακόμη τυπικό ντοκιμαντέρ με δυνατό θέμα. Μέσα σε λίγο παραπάνω από μιάμιση ώρα κατατοπίζει και κρατά σφιχτά κι αβίαστα το ενδιαφέρον για μια παρεξηγημένη και σίγουρα αντιφατική προσωπικότητα, έναν αινιγματικών (όσο κι αν προσπάθησε να το αποδώσει ο Στόουν) προθέσεων άνθρωπο που αισθάνθηκε την ανάγκη να «σφυρίξει» παράνομα μυστικά, ίσως γνωρίζοντας πως δεν θα λογοκριθεί ή θα κριθεί από μια αποδεδειγμένη λειτουργό των αδέσμευτων ιδεών. Το στυλ της Πόιτρας υφαίνεται στέρεο και στιβαρό, μακριά από τα προβοκατόρικα, παιχνιδιάρικα exposé του Μάικλ Μουρ και κάπως πιο κοντά στη σεβάσμια παράθεση ομιλούντων κεφαλών του Έρολ Μόρις – ενώ, αν πρέπει να εντοπισθούν δάνεια ή επιρροές, από τον πρώτο κρατάει την αμεσότητα και την κινηματογραφική διάθεση και από τον δεύτερο τη σοβαρότητα και εν μέρει την αυστηρότητα που επιβάλλει από μόνη της η κρισιμότητα του θέματος.

 

Αναγκασμένη να προστατέψει το πολύτιμο και απειλητικό για την πολιτική υγεία υψηλά ιστάμενων υλικό της, η ενοχλητική δημιουργός μετοίκισε στο Βερολίνο, ξεφεύγοντας έτσι από μια «τυχαία» επιδρομή στα αρχεία της. Το αποτέλεσμα τη δικαίωσε και στην απονομή των βραβείων Όσκαρ το 2015 επισήμανε, μετά τις ευχαριστίες για όσους τη στήριξαν, τη γέφυρα ανάμεσα στα ατομικά δικαιώματα και τη σωστή λειτουργία της δημοκρατίας, πιστοποιώντας έτσι τη συνεπή πορεία των ολίγων θαρραλέων μέσα στην ασάφεια των κάθε λογής εχθρών, υπαρκτών ή τεχνητών.

 

Επιπρόσθετα, το «Citizenfour» είναι ακόμη ένα δείγμα καλής επιλογής στο ενδιαφέρον και ποικίλο σερί της Ακαδημίας στη συγκεκριμένη κατηγορία τα τελευταία χρόνια, καθώς και ένα σημάδι ζωντάνιας και επαγρύπνησης από την πλευρά των Αμερικανών σκηνοθετών τεκμηρίωσης που δεν αρκούνται μόνο στα ειπωμένα αλλά προκαλούν την είδηση ως άλλοι ακτιβιστές. Μία από τις παρενέργειες ήταν και μια μήνυση, που δεν στάθηκε στο δικαστήριο, από έναν θερμόαιμο πατριώτη, που την κατηγόρησε όχι μόνο πως υπονομεύει το συμφέρον του αμερικανικού λαού διαδίδοντας τις δόλιες διαρροές του εθνικού, φυγόδικου ρουφιάνου, αλλά και πώς κακώς κέρδισε και το Όσκαρ, γιατί μέρος της συνέντευξης του Γκρίνγουολντ είχε ήδη παρουσιαστεί σε ένα μικρού μήκους που προηγήθηκε – η Ακαδημία δεν τσίμπησε...