Βασισμένη σε ένα πραγματικό γεγονός, η ταινία φαντασίας και τρόμου του Μπονγκ προκάλεσε αίσθηση στο Φεστιβάλ Καννών και το άξιζε, για την πρωτοτυπία και την πληρότητά της σε ένα είδος δοκιμασμένο και ταλαιπωρημένο από τις κάθε λογής ξεπατικωσούρες που καταλαμβάνουν τον εξαιρετικά δημοφιλή αυτό χώρο. Στο ξεκίνημα της βέβαια θυμίζει πολύ τα Σαγόνια του Καρχαρία, με τις σκηνές πανικού και τη σταδιακή εμφάνιση του μεταλλαγμένου τέρατος στις όχθες του ποταμού Χαν, αμέσως μετά όμως το φιλμ εξελίσσεται σε ένα υβρίδιο παρόμοιο με το απειλητικό ζωντανό που γεννήθηκε από την εγκληματική απερισκεψία του αμερικανού γιατρού και του κορεάτη βοηθού του. Στην πραγματικότητα, ένας αξιωματικός ονόματι ΜακΦάρλαντ διέταξε τη ρίψη μεγάλης ποσότητας φορμαλδεΰδης στο αποχετευτικό σύστημα της πόλης τον Φεβρουάριο του 2000, με αποτέλεσμα την έντονη διαμαρτυρία του κόσμου για την ανικανότητα της κυβέρνησης να επιβάλει τους νόμους - τέρας δεν έχει αναφερθεί πάντως. Συνεχώς στην ταινία δηλώνεται κοροϊδευτικά η αδιαφορία της ντόπιας κοινωνίας και η υποτέλεια του κρατικού μηχανισμού στις επιταγές της αμερικανικής βούλησης, λες και η Κορέα είναι επαρχία της Ουάσιγκτον. Ο σκηνοθέτης Μπονγκ δεν παραλείπει να συνδυάσει το μαύρο χιούμορ με το δράμα. Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται μια συνηθισμένη οικογένεια, που ζει στους ρυθμούς της καντίνας της, στις όχθες του Χαν. Όταν το αμφίβιο κάνει το αιματηρό του ντεμπούτο και αρπάζει την υιοθετημένη ψυχοκόρη τους, τα τρία αδέλφια και ο πατέρας συσπειρώνονται και αψηφούν την καραντίνα και τις απαγορεύσεις για να τη βρουν, επειδή πιστεύουν πως είναι ακόμη ζωντανή και κρύβεται σε υπονόμους. Το τέρας, που δημιουργήθηκε από τη νεοζηλανδέζικη ομάδα της WETA (τα παιδιά πίσω από τον Άρχοντα και το Babe) είναι πειστικό, οι σκηνές πλήθους πολύ καλά οργανωμένες, αλλά η ταινία κερδίζει τους πολλούς πόντους της στη μείξη της αληθοφάνειας και της αίσθησης κινηματογραφικής ψυχαγωγίας. Ένα πλάσμα που παραπέμπει στη μυθολογία του μεταλλαγμένου τέρατος που βγαίνει από το βυθό, αλά Γκοντζίλα, και αναφέρεται συμβολικά στην καταστροφική δυτική απειλή, με την πρόσφατη επιδημία του ιού SARS νωπή στις μνήμες των Κορεατών, αποτελούν το τέλειο υπόβαθρο για την επική αντίδραση μιας απλής οικογένειας, που τόσα χρόνια δεν αντιδρά στον συσσωρευμένο φόβο. Τα αδέλφια Παρκ της ταινίας, συναισθηματικά ασύνδετα μεταξύ τους, κυνηγάνε τον εχθρό με ό,τι μέσο διαθέτει ο καθένας τους, γιατί δεν αντέχουν στην ιδέα πως θα χάσουν το κοριτσάκι που προσγειώθηκε μια μέρα σαν δώρο εξ ουρανού στο κατώφλι του αυτοσχέδιου σπιτιού τους, την ενσάρκωση της αθωότητας και της ελπίδας τους. Ενώ η ταινία σχολιάζει δηκτικά μια ξοφλημένη γενιά, διακωμωδεί εντελώς το πολιτικό στοιχείο και δεν το αφήνει να αλλοιώσει τον διασκεδαστικό της χαρακτήρα, ίσως γιατί πιστεύει πως δεν το αξίζει. Παρόμοιες ταινίες του φανταστικού δεν στέκουν σε περαιτέρω ανάγνωση. Ο Επισκέπτης, που σημαίνει και ξενιστής αν αποδοθεί αμφίσημα στα ελληνικά, περιέχει στρώματα και βαθαίνει την απόλαυση. Με λίγα λόγια είναι μια genre ταινία χωρίς ενοχές, που δεν θεωρεί το θεατή μοσχάρι και τον αποζημιώνει - σε περίπτωση που πέσει σε απαιτητικό ή εχθρικό προς το είδος. Και με έναν πανέξυπνο τρόπο συμμαχεί με την Αμερική σε πολλά ζητήματα αφήγησης και τεχνογνωσίας, αλλά παράλληλα τη διακορεύει με το γάντι για την αλλοίωση της σκέψης των πρωταγωνιστών.