Μία από τις καλύτερες ταινίες, για να μην πω η κορυφαία, ενός ικανότατου, παραγωγικού κι ενίοτε εξωφρενικού σκηνοθέτη, του Ολλανδού Πολ Βερχόφεν, που επανέρχεται 10 χρόνια μετά το σχετικά ατυχές Black Book και 20 μετά το εντελώς δυστυχές Showgirls. Το δυναμικό ύφος του ξεκούραστου 78χρονου ανταποκρίνεται στις απανωτές τροπές και ανατροπές της τολμηρής ανάπτυξης του ακανθώδους θέματος του βιασμού, καθώς η παθούσα, η σθεναρή και ακατάβλητη Μισέλ, μόνο θύμα δεν είναι, γιατί ποτέ δεν υπήρξε και σίγουρα δεν θέλει να είναι – ακριβώς το αντίθετο μάλιστα. Ακριβώς σε αυτή την επιλογή μιας ισχυρής κεντρικής προσωπικότητας υφαίνεται και δικαιολογείται η αντιστροφή των όρων, δηλαδή η εκδίκηση που σχεδιάζεται από την ίδια και η ηδονή που απολαμβάνει από την προσμονή, κάτι που εξοργίσει τις φεμινίστριες.

 

Ο Βερχόφεν χαλυβδώνει τη Μισέλ σε μια αξιοζήλευτη αυτονομία πρωτεϊκής, μοντέρνας γυναίκας που έχει σχεδιαστεί να μην αρέσει καθόλου στους φαλλοκράτες και τους περί Ανατολή τυρβάζοντες.

 

Ξεχάστε το χοντροκομμένο, οφθαλμολάγνο exploitation του Βασικού Ένστικτου: το Εκείνη, που είδαμε στο επίσημο Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Καννών και αγνοήθηκε σκανδαλωδώς, κι αυτό, από την ιταμή επιλογή βραβείων της επιτροπής του Τζορτζ Μίλερ, πετάει πολλές μπάλες στο αέρα, τις ισορροπεί με γούστο και ηλεκτρισμό, κρατώντας σφιχτά την περιέργεια, και δεν υποπίπτει στο σφάλμα του τετριμμένου ψυχαναλυτικού αυτο-μαστιγώματος που προκάλεσε στο ερωτικό θρίλερ με τη Σάρον Στόουν ο Τζο Έστερχαζ με το σενάριό του και τον ακολούθησε με χειρουργικά, μετα-χιτσκοκικά βήματα ο Ολλανδός. Εδώ, πάντα με σβελτάδα και πρέζες πονηρού χιούμορ, ο Βερχόφεν χαλυβδώνει τη Μισέλ σε μια αξιοζήλευτη αυτονομία πρωτεϊκής, μοντέρνας γυναίκας που έχει σχεδιαστεί να μην αρέσει καθόλου στους φαλλοκράτες και τους περί Ανατολή τυρβάζοντες. 

 

Ο σκηνοθέτης, που έχει κατηγορηθεί πλειστάκις για μισογυνισμό, παραδίδει μια υπερ-γυναικεία οντότητα με τη μορφή της μοναδικής Ιπέρ σε έναν ρόλο που την ανεβάζει ακόμη ψηλότερα στην κατηγορία της τόλμης και του ρίσκου – ένα κλαμπ με ελάχιστες και εκλεκτές ηθοποιούς. Μετά το πάθημά του στο Χόλιγουντ, όπως ο ίδιος το περιγράφει, αφού δεν καταλάβαινε πλήρως τα αγγλικά και του ξέφυγε το πνεύμα των ταινιών του, με αποκορύφωμα το φιάσκο του Hollow Man, ο Βερχόφεν μελέτησε ταχύρρυθμα και έμαθε να χειρίζεται τη γαλλική για να είναι σίγουρος για τη σημασία «ανάμεσα στις γραμμές», και ευτυχώς εγκατέλειψε την αρχική ιδέα να γυρίσει την ταινία στις ΗΠΑ με τη Νικόλ Κίντμαν, προτιμώντας τη Γαλλία και την Ιζαμπέλ Ιπέρ, μετά την άρνηση της Μαριόν Κοτιγιάρ και της Καρίν βαν Χούτεν. Στο Εκείνη ξεπέρασε τις κακοτοπιές με άνεση και σιγουριά, ιδιότητες που ούτως ή άλλως τον χαρακτηρίζουν ακόμη και στις ορθοπεταλιές του Starship Troopers (κυρίως εκεί), κατακτώντας τις αποχρώσεις ενός πολύπλοκου θέματος, χωρίς να απολέσει τη σκηνοθετική πυγμή του. Το Εκείνη είναι η επίσημη υποβολή στα επερχόμενα ξενόγλωσσα Όσκαρ, όχι της Ολλανδίας, αλλά της Γαλλίας, ως γαλλόφωνη παραγωγή.