Το πρωτότυπο εγχείρημα της Ελισάβετ Χρονοπούλου να αφηγηθεί οπτικά τη δραματική σχέση ανάμεσα σε έναν άνδρα χωρίς προορισμό και εμφανή καταγωγή και μια νέα γυναίκα που σπουδάζει Ειδικά Εφέ για τον Κινηματογράφο, αποκλειστικά με υποκειμενικό πλάνο από την πλευρά του ήρωα (χωρίς καν το αντικαθρέφτισμά του), δεν εξαντλείται στη μονοδιάστατη εντύπωση του πειράματος αλλά εξερευνά την κυμαινόμενη δυναμική του ζευγαριού, με την αδυναμία τους στον τομέα της συναισθηματικής προσέγγισης και την αναμενόμενη βία και κακοποίηση, με λεπτομέρειες που γεννιούνται μέσα από την καθημερινή τριβή. Η δουλειά που έχει γίνει στις πιθανότητες της ματιάς του αδέσποτου, απρόσωπου άνδρα, εκεί που σε άλλες περιπτώσεις ο φακός θα «έκοβε» σε διαφορετικά πλάνα, είναι σημαντική και αξιέπαινη. Η επιμήκυνση, ωστόσο, της πλοκής αποδυναμώνει την ταινία: το σενάριο δεν υποστηρίζει αρκετά την περιπλάνηση της χαμένης, συγκεχυμένης ψυχής του δράστη.