Καταμεσίς του Watergate και της σκανδαλώδους δεύτερης θητείας του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον, κι ενώ το σινεμά της αντικουλτούρας σάρωνε τον θεσμό των στούντιο και έπαιρνε μαζί του το μεγάλο κοινό, το Κεντρί, μια νοσταλγική γκανγκστερική περιπέτεια, με πανέξυπνη δομή και βελούδινη εκτέλεση, μονοπώλησε τα Όσκαρ του 1974, χρονολογικά ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο Νονό του Φράνσις Φορντ Κόπολα.

 

Πισωγύρισμα ή, αναδρομικά, μια άξια επιλογή, που ανταμείφθηκε με 7 βραβεία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου; Η τεράστια εμπορική επιτυχία, που στα ταμεία των ΗΠΑ ξεπέρασε το 1973 ακόμη και τον σοκαριστικό Εξορκιστή, παραμένει μια από τις fun ταινίες του είδους, φτιαγμένη με απαράμιλλη μαεστρία από τους ειδικούς στον τομέα τους, βετεράνους Χένρι Μπάμστεντ στα σκηνικά (με θητεία ως και στη γερμανική UFA), Ίντιθ Χεντ στα κοστούμια (όγδοο Όσκαρ στην καριέρα της και ρεκόρ που δεν έχει καταρριφθεί έκτοτε) και Ρόμπερτ Σέρτις στη διεύθυνση φωτογραφίας (ο άνθρωπος πίσω από το τιτάνιο έργο του Μπεν Χουρ), αλλά πειραγμένη στις λεπτομέρειες από τον Χιλ, έτσι ώστε η ταινία να έχει κλασικό look, αλλά σύγχρονη κοψιά και ειρωνικό λόγο, με χιούμορ και σασπένς που παραπέμπει στα «rififilms» που βλέπονται ξανά και ξανά με ευχαρίστηση.

 

Το ταξικό bonus των κομψών απατεώνων που ξεγελούν και εκδικούνται το μεγάλο και άπληστο αφεντικό της Μαφίας (τον υποδύεται βιρτουόζικα ο Ρόμπερτ Σο, ο οποίος κουτσαίνει σε όλη τη διάρκεια του φιλμ γιατί λίγο πριν από τα γυρίσματα είχε σπάσει το πόδι του στη σουίτα του ξενοδοχείου του στο Μπέβερλι Χιλς και ο Χιλ ενέταξε στον χαρακτήρα τον τραυματισμό) ενισχύεται από τη χημεία του Ρέντφορντ με τον Νιούμαν, που εδώ δεν διακόπτονται από τις αλαφροΐσκιωτες μουσικοποιητικές παρενθέσεις των Δυο Ληστών, και προχωρούν ανενόχλητα και συνωμοτικά στο δεύτερο μέρος του μεγάλου κόλπου, με μουσική υπόκρουση τον Σκοτ Τζόπλιν, όπως τον απέδωσε μοναδικά ο Μάρβιν Χάμλις.

 

Ένα πλήρες έργο και μια από τις τελευταίες αναλαμπές του Χόλιγουντ, όπως θα όφειλε να είναι.