Η Marguerite του Γάλλου σκηνοθέτη είναι ευθέως εμπνευσμένη από την απίθανη ιστορία της Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς, της αναμφισβήτητα πλέον παράφωνης τραγουδίστριας όπερας όλων των εποχών. Η Μέριλ Στριπ θα πρωταγωνιστήσει λίαν συντόμως στην επερχόμενη βιογραφία με θέμα τη ζωή και τις ανατριχιαστικές τραγουδιστικές ακροβασίες της Τζένκινς (στις οποίες μπορείτε, αν τολμάτε, να υποβάλετε τα νεύρα και την υπομονή σας σε κάποιες πρωτόλειες ηχογραφήσεις που κυκλοφορούν στο YouTube), αλλά ο Τζιανολί έχει την ευκαιρία να αναδείξει πρώτος την ανθρώπινη πλευρά της ηρωίδας, την οποία έχει προσαρμόσει στη μεγαλοαστική τάξη της Γαλλίας γύρω στο 1920 και μετονομάσει σε Μαργκερίτ Ντιμόν – οι λάτρεις της αμερικανικής κωμωδίας ίσως πιάσουν ένα σινεφιλικό αστείο, αφού η μεσόκοπη ηθοποιός που ο Γκράουτσο Μαρξ συνήθιζε να δουλεύει κανονικά στις πρώτες ταινίες του λεγόταν Μάργκαρετ Ντιμόν και δεν είχε ιδέα για την πλάκα που υφίστατο επί χρόνια! Κατά τον ίδιο τρόπο, η Μαργκερίτ, μια πλουσία με καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, δεν κατανοούσε το πραγματικό μέγεθος της ανημπόριας της να πιάσει τις σωστές νότες και να συλλάβει το πνεύμα της μουσικής, όπως αυτή της «Βασίλισσας της Νύχτας» από τον «Μαγικό Αυλό» του Μότσαρτ που δολοφονεί εν ψυχρώ, άμα τη εμφανίσει, αυξάνοντας συνεχώς τον βαθμό δυσκολίας στις άριες που επέλεγε, νομίζοντας πως, απλώς, συναντούσε μερικές δυσκολίες στην εκτέλεση, την ίδια στιγμή που κρύσταλλα και αυτιά απειλούνταν με ρήξη. Γύρω από τη Μαργκερίτ ο Τζιανολί τοποθετεί τέσσερις άνδρες: ο βαρόνος σύζυγος έχει βαρεθεί, έχει ερωμένη, και ομολογεί πως η γυναίκα του αγόρασε τον τίτλο του, αλλά όχι τον ίδιο. Ένας καθ' όλα αυστηρός δημοσιογράφος ξαφνιάζεται και βρίσκει κάτι το ενδιαφέρον στην αυθεντική και παράτολμη άγνοιά της. Ένας αναρχικός καλλιτέχνης ενθουσιάζεται με την ρηξικέλευθη απόδοση του είδους της όπερας, το οποίο θεωρεί εντελώς ανιαρό με τον τρόπο που διαιωνίζεται στους φαύλους κύκλους της ευγενούς άρχουσας τάξης. Τέλος, ο πιστός μπάτλερ, που την προβάρει στο πιάνο, την προστατεύει και τροφοδοτεί έναν τεχνητό θαυμασμό γύρω από το πρόσωπό της, με τη λατρευτική συνέπεια που διέκρινε τον Έρικ φον Στροχάιμ απέναντι στη Νόρμα Ντέσμοντ/Γκλόρια Σουάνσον στη Λεωφόρο της Δύσης του Μπίλι Γουάιλντερ. Το Marguerite θα μπορούσε άνετα να αποτελεί αποκλειστικά το πορτρέτο μιας μουρλοκακομοίρας που επινόησε μια γελοία περσόνα, δοσμένο με κυνισμό αντίστοιχο της κακεντρέχειας με την οποία την σχολίαζε ο κύκλος της, μόνο και μόνο επειδή είχε ανάγκη τα λεφτά και τη φιλανθρωπική της δράση. Ωστόσο, η Κατρίν Φρο, μαζί με τον κομψό χειρισμό του Τζιανολί, στέκει με αξιοπρέπεια σε μία, ίσως λίγο πιο μεγάλη σε διάρκεια απ' ό,τι αντέχει το στόρι, σάτιρα ηθών και τάξεων (δεν λείπει το χιούμορ και περισσεύει η σχολαστική ματιά στη διαστρωμάτωση και στη συμπεριφορά) και φιλτράρει με ένα στωικό χαμόγελο την κακοψυχία, σαν ένα πλάσμα που δεν είναι πια μικρό κορίτσι για να αγνοεί εντελώς την αποτυχία της, αλλά ούτε ακριβώς ώριμος ενήλικας για να αντιληφθεί τα όρια του ρεζιλέματός της, βάζοντας τον πήχη συνεχώς ψηλότερα, με άξονα το πάθος της για τη σοβαρή μουσική και τη δίψα της για το χειροκρότημα του κοινού.