«Σταμάτα να κοιτάζεις το ρολόι και συγκεντρώσου στον χρόνο» συμβουλεύει την πράκτορα του FBI Κέιτ Μέισερ (Έμιλι Μπλαντ) ο αινιγματικός και σκοτεινών προθέσεων Αλεχάντρο (Μπενίσιο ντελ Τόρο), σύμβουλος μιας ριψοκίνδυνης εκστρατείας εναντίον των μεγάλων καρτέλ ναρκωτικών που δρουν στη συνοριακή γραμμή Μεξικού-Ηνωμένων Πολιτειών. Το δραματικό θρίλερ Σικάριο, που σημαίνει «εκτελεστής», ξεκινάει με μια αποστολή που εξελίσσεται σε μακάβρια ανακάλυψη πτωμάτων, ενώ υποτίθεται πως θα οδηγούσε σε λαβράκι για τις μυστικές υπηρεσίες. Το εν ψυχρώ ξεκαθάρισμα λογαριασμών σε ένα χτύπημα που θυμίζει την παραπλανημένη ενέργεια που σημάδεψε το φινάλε της Σιωπής των Αμνών (με τους ένστολους που μπουκάρουν γεμάτοι αυτοπεποίθηση, χτυπώντας λάθος πόρτα και σε άκυρο χρόνο) σοκάρει τη μοναδική γυναίκα της μονάδας και την τοποθετεί σε μειονεκτική θέση στη συνέχεια. Επιλέγεται μεν από τον αρχηγό της μονάδας Ματ Γκρέιβερ (Τζος Μπρόλιν), τον άνθρωπο που δίνει τις εντολές υπό τη διακριτική, σχεδόν σιωπηλή επιτήρηση του Αλεχάντρο, αλλά γρήγορα αντιλαμβάνεται πως η αλήθεια γύρω από τις πραγματικές κινήσεις της ομάδας δεν της χαρίζεται ως ανοιχτό πλάνο αλλά πρέπει να την κερδίσει, μαντεύοντας τα βήματα μέσα από την πράξη. Με τη σειρά του, ο σκηνοθέτης Ντενί Βιλνέβ συντονίζει την έμπρακτη εφαρμογή αποφάσεων που φαίνεται πως λαμβάνονται ανάλογα με τις πληροφορίες της τελευταίας στιγμής, σε έναν βρόμικο πόλεμο της διαφθοράς που έχει εγκατασταθεί για τα καλά, με μια σειρά από ενορχηστρωμένες σεκάνς – κυριολεκτικά ενορχηστρωμένες από τον συνθέτη Τζόχαν Τζόχανσον (Η θεωρία των πάντων), που με λίγες επαναλαμβανόμενες νότες και κρουστές ομοβροντίες δίνει το σύνθημα για τον πόλεμο, σαν να διευθύνει ένα άτυπο εμβατήριο. Το Σικάριο μας εισάγει μακρόσυρτα και ανελέητα στα σώψυχα του κτήνους και ο χαρακτήρας της Έμιλι Μπλαντ είναι η καρδιά της ταινίας, η συνεχής απάντηση στον κυνικό, χύμα Γκρέιβερ (τέλειος στον ρόλο του ο Μπρόλιν) και στον απρόθυμο να μοιραστεί ή, έστω, να επικοινωνήσει Αλεχάντρο, ο οποίος περιορίζεται σε συμπυκνωμένους γρίφους, ψίχουλα σε σχέση με τη λαχτάρα της Μέισερ για μια καθαρή λύση. Στη χρόνια σήψη του ναρκοπολέμου, ωστόσο, η λύση δεν έχει ορίζοντα και σίγουρα δεν μπορεί να είναι ξεκάθαρη. Το πρόβλημα γίνεται προσωπικό, όπως στην περίπτωση του Αλεχάντρο, και μόνο στο φινάλε καταλαβαίνουμε ποια είναι η μοναδική προσέγγιση σε αυτό το καλά φυλαγμένο παιχνίδι ανάμεσα στο υπηρεσιακό καθήκον και την εφευρετική πρωτοβουλία. Ο Βιλνέβ έχει αποδείξει πως μπορεί να στήσει θρίλερ απαιτώντας την υπομονή του θεατή, για να καταθέσει την άποψή του στο τελευταίο πλάνο – το έχει κάνει στο Incendies, στο Prisoners και στο Double, κυριολεκτικά στο τσακ, δίνοντας νέα σημασία στον κινηματογραφικό επιθανάτιο ρόγχο. Το Σικάριο επιβεβαιώνει τη μαεστρία του. Ποτέ δεν υπήρξε πιο δεξιοτέχνης στο προσεκτικό, συστηματικό στήσιμο της πλοκής. Το σασπένς είναι και εδώ το φόρτε του και υπογράφει μια ενήλικη ματιά σε ένα θέμα που δεν προσφέρεται για βεβιασμένη ή χολιγουντιανή ανάγνωση (η έλλειψη καθαρότητας που λέγαμε...). Κάτι λείπει από το Σικάριο για να γίνει αριστούργημα. Και δεν το λέω επειδή η ταινία διαγωνίστηκε στις Κάννες αλλά έφυγε χωρίς βραβεία – άλλωστε το Καμιά πατρίδα για τους Μελλοθάνατους των αδελφών Κοέν, το Κόκκινο του Κισλόφσκι ή το Foxcatcher του Μπένετ Μίλερ έρχονται προς επίρρωση του επιχειρήματος πως ταινιάρες δεν χωράνε πάντα στα βραβεία. Πιστεύω πως η συνάρτηση των χαρακτήρων με μια υπερβολική αναμονή, στυλιζαρισμένη πάνω από την κλίμακα της ταινίας, αποδυναμώνουν την κάθαρση.