Ένας τελείως αποτυχημένο, άτσαλα σκηνοθετημένο και από τα μαλλιά τραβηγμένο σύγχρονο παραμύθι από έναν ηθοποιό και σκηνοθέτη που έχει υπογράψει ωραία indie, όπως το Station Agent και το Visitor, τον Τόμας Μακάρθι. Ο Άνταμ Σάντλερ υποδύεται μία, από τις συνολικά δύο, πλευρές της υποκριτικής του γκάμας, την αδρανή –η άλλη είναι η εκνευριστική–, ως τσαγκάρης τέταρτης γενιάς που κληρονομεί μια μαγική μηχανή ραφής παπουτσιών από τον πατέρα του κι έναν άγγελο, όπως θέλει η οικογενειακή παράδοση, και με την κλωστή μετατρέπει όψιμα τα υποδήματα πελατών του στη μοναδική ευκαιρία που έχει να μπει στη θέση ή, αν θέλετε, στα παπούτσια, κατά την αγγλική ρήση, των άλλων και να δει τη ζωή με διαφορετικό μάτι, αποκτώντας ευκαιρίες, περιπέτειες και, τελικά, έναν ευγενικό σκοπό. Το να πιστέψουμε πως ο μαραζωμένος Μαξ του Σάντλερ πενηνταρίζει, μένει ακόμη με τη μητέρα του και δεν έχει κάνει καμία σχέση, λόγω δειλίας, ανίας ή γενικής απροθυμίας, είναι το λιγότερο. Το ότι μπλέκει σε επικίνδυνους μπελάδες με μαύρους μαφιόζους και εκμεταλλευτές ακινήτων, με κορυφαία δολοπλόκο την Έλεν Μπάρκιν, σε μια εναλλαγή ρόλων και παπουτσιών που επιφυλάσσει ένα εξωφρενικό και προσβλητικό σχόλιο για την εβραϊκή κοινότητα και τα στερεότυπα περί φιλοχρήματου μερκαντιλισμού, μετατρέπει την αφόρητα χαριτωμένη (από την ελαφρά μουσική υπόκρουση μέχρι τις ανήκουστες ανατροπές) ταινία σε ένα από τα χειρότερα concept των τελευταίων ετών – κάτι ανάμεσα σε Big με τον Τομ Χανκς και Δάσκαλος για Κλάματα με τον Έντι Μέρφι, με έναν μαγικό ιστό που πέρασε και δεν άγγιξε.