Όπως και στο καλύτερο του φιλμ, Χαβάη, Όσλο, ο Νορβηγός σκηνοθέτης Έρικ Ποπ πραγματεύεται την προσαρμογή ενός χαρακτήρα μετά από μια τραυματική εμπειρία. Ωστόσο, το 1.000 φορές καληνύχτα κινείται σε πιο γήινα μονοπάτια και η ηρωίδα, την οποία υποδύεται η Ζιλιέτ Μπινός, ελέγχει με ψυχραιμία το σωματικό και ψυχολογικό σοκ που της προκάλεσε η βομβιστική ενέργεια μιας γυναίκας που κλήθηκε να φωτογραφίσει σε μία από τις πολλές και φημισμένες επικίνδυνες αποστολές της, στην Καμπούλ του Αφγανιστάν. Βλέποντας την οικογενειακή ισορροπία να έχει διαταραχθεί σημαντικά, η Ρεμπέκα αποφασίζει να εγκαταλείψει το φωτορεπορτάζ στις εμπόλεμες ζώνες και να αφιερώσει χρόνο στον απογοητευμένο σύζυγο και τις κόρες που ανησυχούν, αν και εξακολουθεί να παλεύει με τον εαυτό της και παραδέχεται πως δεν έχει ταλέντο στην καθημερινότητα . Η επιμονή της κόρης της να πάνε μαζί στην Κένυα για ένα μαθητικό πρότζεκτ φανερώνει το αταλάντευτο πάθος για την αποτύπωση της βίας, που συγκρούεται με την ειλικρινή αγάπη της για την οικογένεια. Αυτό που πραγματικά αξίζει στο συγκρατημένο δράμα είναι η λεπτή αναζήτηση της αλήθειας από τη Ζιλιέτ Μπινός σε έναν ρόλο που αναδεικνύει τη δεινότητά της στα πολύπλοκα συναισθηματικά διλήμματα, και μάλιστα στα αγγλικά, που τα εκφέρει σωστά, αλλά φαίνεται πως δεν τα νιώθει εντελώς δικά της – η απελπισμένη «αστάθειά» της μέσα στο ίδιο της το σπιτικό, ενώ απειλείται ο γάμος της, αλλά την ίδια στιγμή κρατάει σφιχτά μια κάμερα και προσπαθεί να περισώσει αυτό που ξέρει να κάνει καλά, δείχνει πως είναι ασυναγώνιστη στην εσωτερική τρικυμία, ανεξάρτητα από την περίσταση και το θέμα. Ο Έρικ Ποπ, που έχει παρόμοια εμπειρία ως φωτογράφος σε ταραγμένες περιοχές του πλανήτη, τεντώνει τον επίλογο, αλλά καταφέρνει στην τελευταία σκηνή να καταθέσει την ευαισθησία του πάνω στην ηθική της φωτογραφίας και τη θέση του ουδέτερου καταγραφέα, χωρίς να χρειάζεται να πει πολλά λόγια.