Τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ αναβαθμίζονται στο καλλιτεχνικό μίξερ του Στίβεν Σοντχάϊμ και του Τζέϊμς Λαπίν, ξεμουχλιάζουν μετά από αιώνες ξεθυμασμένης στασιμότητας και αποκτούν πνοή και ανατρεπτικές αποχρώσεις. Οι δημιουργοί του μιούζικαλ που ανέβηκε πριν από 27 χρόνια στο Μπρόντγουεϊ, και πιο συγκεκριμένα με τον Σοντχάϊμ στη μουσική και τους στίχους, και τον Λαπίν στο book, το θεατρικό σενάριο δηλαδή, και τη σκηνοθεσία είχαν την ευφυέστατη ιδέα να αναλύσουν με μουσική και τραγούδια τα κίνητρα της Σταχτοπούτας, της Κοκκινοσκουφίτσας, της Ραπουνζέλ και του Τζακ (του μικρού Τζακ με τη Φασολιά) και, με αίσθηση πλοκής και ενός ρεβιζιονιστικού παζλ, αναρωτήθηκαν αν και οι τέσσερεις χαρακτήρες σκέφτονταν μόνο τον εαυτό τους χωρίς να λογαριάζουν τις συνέπειες. Την ίδια στιγμή, εμβάθυναν στη λογική και τον μηχανισμό του παιδικού μύθου και παραλλήλισαν τα παιδιά με τις ευχές, τον σπόρο μιας ιστορίας με την απρόβλπετη πορεία που θα ακολουθήσει, ερήμην των προθέσεων και των προσδοκιών του αφηγητή, δηλαδή του δημιουργού και του γονέα. Αυτή είναι μια συγκινητική σύλληψη, απελευθερωτική και αποδοτική στους συνδυασμούς που επιφέρει, καθώς αποδεσμεύει την παγιωμένη προφορική παράδοση από τις αγκυλώσεις και τις προκαταλήψεις. Και αν, όπως στην περίπτωση του σπουδαίου Σοντχάϊμ, ο δημιουργός έχει το ταλέντο της μελωδίας και του στίχου, το αποτέλεσμα γεννάει μια νέα μαγεία, βασισμένη στο ξεβόλεμα της οικειότητας.


Η ποιότητα, η συνέπεια και η λεπτότητα αυτού του έργου που έχει θέμα την καταστροφική ανοησία του εγωισμού και της απληστίας, είναι τόσο υψηλή, που ο έμπειρος χορογράφος και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου Ρομπ Μάρσαλ, δε θα μπορούσε εύκολα να αλλοιώσει το επίπεδο προς το χειρότερο. Με ενέργεια στο πρώτο μέρος, χιούμορ στο δεύτερο, ελλιπή ρυθμό στο τρίτο και τελευταίο μέρος και συνολικά, σωστή χορογραφία και σκηνικά (το φιλμ γυρίστηκε σε δασώδεις περιοχές της Αγγλίας) και με ελάχιστες παραφωνίες, όπως την εφετζίδικη παρουσία της όχι και τόσο απειλητικής γιγάντισσας, τα Μυστικά του Δάσους είναι μια ευχάριστη, άρτια και ψυχαγωγικότατη μεταφορά ενός πρωτογενώς πιο εμπνευσμένου και πνευματώδους μιούζικαλ, που απευθύνεται με διαφορετικό τρόπο στα παιδιά και τους ενήλικες, καθώς διατηρεί μια δροσερή αμεσότητα, αλλά αποζημιώνει με πολλές σκέψεις πίσω από τις κλασσικές προειδοποιήσεις των παραμυθιών και τα κλισέ που προκύπτουν από την μηχανική επανάληψη. Θέλετε παράδειγμα; Η Σταχτοπούτα σχεδιάζει την "εγκατάλειψη" της περίφημης μικροσκοπικής γόβας γιατί θέλει να δει αν πραγματικά την ποθεί ο πρίγκηπας, ο οποίος είναι βασικά ένας καθ' έξιν γόης από κούνια. Η Κοκκινοσκουφίτσα του έργου είναι ένα πεισματάρικο κορίτσι που έλκεται από το άγνωστο και παλεύει ανάμεσα στους κανόνες και τους πειρασμούς, ώσπου φυσικά συναντά τον Κακό Λύκο, ο οποίος, σύμφωνα με την προσέγγιση του Τζόνι Ντεπ, γίνεται ένας ανωμαλιάρης παιδεραστής-επιδειξίας του δάσους.


Το σεναριακό τέχνασμα της αφήγησης της ταινίας είναι τρεις ένθετοι υποκινητές της πλοκής: ένας παχουλός φούρναρης και η όμορφη γυναίκα του προσπαθούν να σπάσουν την κατάρα μιας (πάλαι ποτέ ωραίας) μάγισσας, που τους καταδίκασε να μην πιάσουν παιδί, εκτός αν τη βοηθήσουν και της φέρουν κάτι συγκεκριμένο, από καθέναν από τους κεντρικούς ήρωες των 4 παραμυθιών. Η αναζήτηση τους φέρνει αντιμέτωπους με τα μυστικά του δάσους καθώς και τις αδυναμίες που καλούνται να ξεπεράσουν, τους φόβους και τα ελαττώματα. Η Μέριλ Στριπ, ως μάγισσα, είναι εξαιρετική, και επιτέλους αξιοποιείται η δυνατή, οπερατική φωνή της μετά τις μελό γαργάρες του Mamma Mia.