Με αφορμή την πραγματική ιστορία της ζωγράφου Μάρκαρετ Κιν, που συνήθιζε να απεικονίζει κορίτσια με δυσανάλογα μεγάλα μάτια από τη δεκαετία του 50 κι έπειτα, ο Τιμ Μπέρτον αφηγείται το δράμα της συστηματικής κλοπής της πνευματικής της περιουσίας από τον σύζυγο της (στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, με τη δική της συγκατάθεση χάρη στον ψυχολογικό εκβιασμό που της ασκούσε και της φοβίας της να εκτεθεί στο κοινό), κυρίως για να μιλήσει για την Τέχνη, την αποδοχή και το ταλέντο. Διότι οι εν λόγω πίνακες έγιναν παγκόσμια αναγνωρίσιμοι από την μαζική εμπορευματοποίηση τους (μέσα από πόστερ και εντυπωμένα αντικείμενα προς πώληση) αλλά οι κριτικοί δεν παρέλειπαν να επισημαίνουν βιτριολικά την καλλιτεχνική ασημαντότητα τους, ανεξάρτητα από το ενδοοικογενειακό μυστήριο γύρω από την πατρότητά τους. Με το παλιότερο και σίγουρα ανώτερο σε σύλληψη, εκτέλεση και ποιότητα Ed Wood, ο Μπέρτον είχε σχολιάσει μια περισσότερο πολύπλοκη και σίγουρα πιό συναρπαστική κατάσταση γύρω από το ίδιο θέμα, με τον εξωφρενικά ατάλαντο σκηνοθέτη να επιδιώκει να κατακτήσει με περίσσειο πάθος τους καλλιτεχνικούς του πόθους, με αστείο φετιχισμό τις γυναίκες του, και με συγκινητική αυταπάρνηση τους πρωταγωνιστές του. Το ζεύγος Κιν του Μπέρτον είναι σίγουρα μια ενδιαφέρουσα ιστορία για όσους από εμάς δεν την γνωρίζαμε, αλλά δεν συνεπάγεται πως η ταινία που προκύπτει, συγκίνησε με τρόπο ανάγλυφο και εφευρετικό τον Αμερικανό σκηνοθέτη. Τα σκοτεινά, θλιμμένα και έκθαμβα μάτια των αινιγματικών κοριτσιών δεν μίλησαν στον Μπέρτον όπως είχε καταφέρει η απελπισία του Μπέλα Λουγκόσι/Μάρτιν Λαντάου, ή η κωμική ασχετοσύνη του Εντ Γουν/Τζόνι Ντεπ. Κι ενώ η Έϊμι Άνταμς ως Μάργκαρετ Κιν ενσαρκώνει με πειστικότητα τον φόβο μιας καταπιεσμένης εσωστρεφούς, ο Κριστόφ Βαλτζ ορμάει συνεχώς ως απλά μια εσκεμμένη καρικατούρα, χωρίς ψυχή και εξέλικη- και με άστοχο, όχι ιδιαίτερα αστείο φινάλε στη δίκη που όντως είχε γίνει για να ξεκαθαρίσει η υπογραφή των έργων.