Ανεξάρτητη, αμερικάνικη ζόμπι περιπέτεια στην οποία τα ζόμπι για μια φορά δεν πρωταγωνιστούν αλλά περιφέρονται σαν αργοκίνητοι νεκροζώντανοι στην περιοχή του New England, στο φόντο της αμφίβολης πορείας δύο φίλων προς το «ξέφωτο», την ελπίδα, τη διάσωση, που δεν γνωρίζουν αν και πότε θα συμβεί. Στο ενδιάμεσο, ο Μπεν σκοτώνει αδιακρίτως όποιο ζόμπι βρεθεί στον δρόμο του και ο Μίκι αρνείται να αποδεχθεί τη μετα-αποκαλυπτική (χωρίς περαιτέρω εξήγηση) πραγματικότητα, ακούγοντας μουσική από τα ακουστικά του discman του. Εκτός από τους συχνούς ανεφοδιασμούς τους σε ρημαγμένα σπίτια, οι δυο φίλοι παίζουν μπέιζμπολ (εκτός από ξυλοκόπημα, battery σημαίνει και ο συνδυασμός αυτού που ρίχνει και εκείνου που δέχεται τις μπαλιές στο σπορ αυτό) και συζητούν, αλλά ο σκηνοθέτης και εις εκ των πρωταγωνιστών, Τζέρεμι Γκάρντνερ επιμένει, ορθώς, στους νεκρούς χρόνους που δίνουν βάθος στους δύο χαρακτήρες και δηλώνουν τις διαφορές τους: ο Μίκι αποφεύγει τη βία και πιστεύει πως θα βρει τη φίλη του, ενώ ο Μπεν πορεύεται ανάλογα με την περίσταση και προστατεύει και τους δυο τους, χωρίς πολλή σκέψη. Παρά το μικρό δέμας της παραγωγής και την ελλειπτικότητα στο πρώτο μισό, το Battery μακράν απέχει από το να είναι κενό. Η επαφή μέσω ασυρμάτου με μια γυναίκα που έχει επιβιώσει, αλλά τους αποθαρρύνει έντονα από το να την εντοπίσουν αποδεικνύεται κρίσιμη, καθοριστική και εξόχως δραματική, ανατρέποντας τις ισορροπίες. Ένα ξεχωριστό δείγμα σε ένα είδος με χιλιοπαιγμένα κλισέ.