Ο επιτυχημένος δικηγόρος Χανκ Πάλμερ (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ) έχει απομακρυνθεί από την οικογένειά του και ζει στη Νέα Υόρκη. Ο απρόβλεπτος χαμός της μητέρας του τον αναγκάζει να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι στην Ιντιάνα και στην οικογένειά του: τον μεγάλο του αδελφό, τον οποίο άθελά του είχε τραυματίσει (Βίνσεντ Ντ' Ονόφριο), τον μικρό του αδελφό (Τζέρεμι Στρονγκ), που έχει προβλήματα στην κοινωνικοποίησή του, αλλά και τον εφηβικό του έρωτα, τη Σαμ (Βέρα Φαρμίγκα). Η επιστροφή του, τελικά, δεν είναι και τόσο προσωρινή, αφού ο πατέρας του, ο σκληρός δικαστής της πόλης, κατηγορείται για φόνο, και ο Χανκ καλείται να τον υπερασπιστεί. Ο δικαστής στηρίζεται πάνω του, χωρίς άλλοθι ή μνήμη τού τι ακριβώς συνέβη. Στην προσπάθειά τους να ανακαλύψουν την αλήθεια, αναγκάζονται να συνεργαστούν και ο στόχος τους πλέον δεν περιορίζεται μόνο στην αποκάλυψη της αλήθειας αλλά και στη σχέση τους, τη συγχώρεση, τη λύτρωση.


Με μεγάλη χαρά καλωσορίζουμε την μετακόμιση του Ρόμπερτ Ντάουνι από τις δύο μόνιμες κινηματογραφικές διευθύνσεις του την τελευταία πενταετία, δηλαδή τη σπιταρόνα του 10880 Malibu Point, στην Καλιφόρνια, και το διαμέρισμα 221B, στην Baker Street του Λονδίνου, όπου διέμενε ως Τόνι Σταρκ και Σέρλοκ Χολμς αντίστοιχα, στο βουκολικά κουκλίστικο Κάρλινβιλ της Ιντιάνα, όπου, ως δικηγόρος ονόματι Χανκ Πάλμερ, αναγκάζεται να μεταβεί μετά από πολλά χρόνια εκούσιας απουσίας για την κηδεία της αγαπημένης του μητέρας, αλλά δεν γίνεται να φύγει, καθώς πρέπει να υπερασπιστεί τον δεσποτικό πατέρα του, έναν άνθρωπο που μισεί βαθύτατα, σε βαθμό που το επίπεδο επικοινωνίας μεταξύ τους είναι κάτι παρακάτω από τυπικό και η οπτική επαφή σχεδόν αδύνατη. Το πρόβλημα είναι πως στη χειρότερη περίοδο της ενήλικης ζωής του, με μια σύζυγο που ετοιμάζεται να τον εγκαταλείψει, έχοντας βρει εραστή, τη λατρεμένη του μοναχοκόρη μετέωρη και τις υψηλού προφίλ υποθέσεις του σε αναμονή, ο πατέρας του κατηγορείται για τον φόνο ενός πρώην φυλακισμένου, που μάλιστα ο ίδιος είχε καταδικάσει. Καθόλου περίεργο, αφού ο Τζόζεφ Πάλμερ είναι δικαστής στην κωμόπολη εδώ και 42 ολόκληρα χρόνια, έχοντας κερδίσει τον απόλυτο σεβασμό των συγκατοίκων του που τον αποκαλούν, απλώς, Δικαστή, για να τον τιμήσουν – ακόμη και ο Χανκ τον φωνάζει έτσι, βρίσκοντας μια συμβιβαστική προσφώνηση για να υποκαταστήσει τον πατέρα και να ταιριάξει με την άτεγκτη στάση του κατά τη διάρκεια της τρυφερής ηλικίας που τον χρειαζόταν, αλλά δεν τον είχε όπως θα επιθυμούσε.


Ο Χανκ Πάλμερ είναι ένας ιδιοφυής δικηγόρος, αστέρι στη δουλειά του, κυνικός με τη φύση ενός δίκοπου επαγγέλματος, που έχει βρει τη δικαιολογία πως «οι αθώοι δεν έχουν αρκετά χρήματα για να τον προσλάβουν», καθώς «όλοι θέλουν τον Άτικους Φιντς (τον ιδεαλιστή από το To kill a mockingbird) μέχρι τη στιγμή που θα ανακαλύψουν μια νεκρή πόρνη στην μπανιέρα τους». Στην ιδιαίτερη πατρίδα του συναντιέται με τους δυο αδελφούς του, τον ελαφρά αυτιστικό μικρό (Τζέρεμι Στρονγκ) που εξακολουθεί να κινηματογραφεί τα πάντα, προσωπικές στιγμές και άσχετες εικόνες, με την παλιά του κάμερα, και τον μελαγχολικό μεγάλο (Βίνσεντ Ντ' Ονόφριο), που ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα έκοψε απότομα τα όνειρά του να γίνει σπουδαίος αθλητής του μπέιζμπολ. Ο Ρόμπερτ Ντάουνι παρουσιάζεται ως ένας φιλόδοξος και κατακτητικός άνδρας, άτσαλα προσγειωμένος στα φαντάσματα της εφηβείας. Ο θυμός και οι τύψεις φουντώνουν. Ακόμη και η πρώην φίλη του (Βέρα Φαρμίγκα), ιδιοκτήτρια του μοναδικού μπαρ-εστιατορίου της περιοχής, ξαναζεσταίνει τη χημεία που κάποτε είχαν και του θυμίζει πως η διακοπή της σχέσης τους ήταν μια μονομερής και αδικαιολόγητη πράξη, όπως όλοι οι δεσμοί με το παρελθόν που ο Χανκ έκοψε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Σταδιακά, αναπτύσσεται η προσωπικότητα του Δικαστή, με την οπτική γωνία να μετατοπίζεται από την προκατάληψη του γιου στα επιτεύγματα του πατέρα. Κι ενώ υποψιαζόμαστε πως δεν πρόκειται ακριβώς για το πατρικό τέρας, τον αυταρχικό και αυστηρό πάτερ-φαμίλια που αγαπούσε μόνο τη γυναίκα του κι επέβαλε ένα ποινικό καθεστώς στα τρία αγόρια του, και ειδικά σε εκείνον, τα στοιχεία που τον ενοχοποιούν αυξάνονται, όπως και η γραμμή υπεράσπισης: ο γηραιός και σεβάσμιος κατηγορούμενος δεν τα έχει ακριβώς 400, κάτι που σοκάρει τον γιο-Χανκ και ταυτόχρονα τον διευκολύνει να υποστηρίξει πως ο πελάτης του δεν είχε πλήρη συναίσθηση των πράξεών του.


Η δικαστική υπόθεση εξελίσσεται σε κοντρολαρισμένο θρίλερ, σε ένα ηθελημένα παλιομοδίτικο δράμα που παραπέμπει σε Χόλιγουντ αλλοτινών εποχών, με ανάλογη φωτογραφία από τον Γιάνους Καμίνσκι και μουσική από τον Τόμας Νιούμαν, ενώ παράλληλα «τρέχουν» τα οικογενειακά μυστικά, μια ερωτική σχέση που περιπλέκεται, καθώς και η προσωπική παλινδρόμηση ενός έξυπνου και εξυπνάκια που γνωρίζει πώς να χειραγωγεί τον νόμο και τους ανθρώπους και ανακαλύπτει τους λόγους που του έχουν διαφύγει η ουσία της νομικής επιστήμης και η ανθρωπιά. Ο Χανκ ταιριάζει γάντι στον Χανκ, τόσο πολύ που, ως συνήθως, αφήνει τον θεατή με την εντύπωση πως δεν ιδρώνει καθόλου για να τον πλησιάσει – λάθος, ο Ρόμπερτ Ντάουνι είναι ένας ακαταμάχητα επινοητικός ηθοποιός, που μπορεί να πλούτισε από τους δύο εμβληματικούς, bigger than life χαρακτήρες από τον χώρο του κόμικ και της αστυνομικής λογοτεχνίας που απογείωσε με τις ερμηνείες του, αλλά δεν ξέχασε πώς να θρυμματίζει τη βιτρίνα της τελειότητας, χωρίς να ξεπέφτει σε ευκολίες θεατρινισμού, σε έναν ρόλο που παραπέμπει σε στοιχεία του χαρακτήρα του, με έντονη την αύρα του χολιγουντιανού ήρωα. Και, όπως πάντα, υποχωρεί γενναιόδωρα για χάρη του συμπαίκτη του, που αυτήν τη φορά είναι ο θαυματοποιός Ρόμπερτ Ντιβάλ, ένας από τους ζωντανούς θησαυρούς του παγκόσμιου σινεμά σε έναν ρόλο ολκής που φαίνεται από τις χαμηλόφωνες λεπτομέρειες των μικρών εξομολογήσεων, όπως κοντράρουν τα ηγετικά τικ του παντοδύναμου δικαστή – τι κρύβεται πίσω από έναν άνθρωπο που δεν είναι εύκολο να ξεδιαλύνει το κοινό περί δικαίου αίσθημα από τις ιδιωτικές ευθύνες της καρδιάς. Ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Ντόμπκιν, με πολλές κωμωδίες στο ενεργητικό του, υπηρέτησε ένα μακροσκελές σενάριο χωρίς να φέρει υπογραφή ή κρίση, προσθέτοντας τις σκηνές, αντί να τις εγγράψει σε ένα στυλ πιο οικονομικό ή συγκεντρωμένο. Οι ηθοποιοί του αναδείχθηκαν, το ίδιο και τα επιμέρους στοιχεία του θρίλερ. Ωστόσο, ο Δικαστής δίνει την εντύπωση μιας διπλής ταινίας που σώθηκε χωρίς σοβαρά τραύματα, λόγω ταλέντου και επαγγελματισμού.